Είπε ο μεγάλος ζωγράφος, είπαν για τον Αλέκο Φασιανό

Η αμύθητη πολιτιστική κληρονομιά που αφήνει στην Ελλάδα ο Αλέκος Φασιανός. Λόγια του και όσα είπαν για εκείνον...

Είπε ο μεγάλος ζωγράφος, είπαν για τον Αλέκο Φασιανό

Ο Αλέκος Φασιανός έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών και έργων, αφήνοντας αμύθητης πολιτιστικής αξίας κληροδότημα στην πατρίδα του και στον κόσμο.

Μερικά λόγια που είχε πει ο μεγάλος ζωγράφος μας και που είχαν πει για εκείνον, ως τιμή στη μνήμη του.

«Τα ίδια θέματα απασχολούν πάντα έναν καλλιτέχνη, απλώς όσο περνούν τα χρόνια απελευθερώνεται. Προσπαθώ να αναζητώ καινούργια πράγματα. Αυτό το έκανα πάντα. Έβλεπα πολλά, αλλά ακολουθούσα τον δικό μου δρόμο. Οι πηγές μου βρίσκονται στην Ελλάδα, έχουν διαμορφωθεί ωστόσο από όσα έχω βιώσει και δει όπου κι αν έζησα».

«Κάθε καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται υπακούοντας στις ανάγκες του εαυτού του. Στη Σχολή Καλών Τεχνών που είχα πάει εδώ, θυμάμαι πόσο δύσκολα ήταν με τους καθηγητές που ο καθένας ήθελε να ακολουθήσουμε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. Μόνο ο Μόραλης με κατάλαβε, νομίζω. Είναι δύσκολο όταν είσαι μικρός αφενός να ξεφύγεις από τις επιρροές που σε καθορίζουν, αφετέρου να δεις με κριτική ματιά όσα σου λένε οι μεγαλύτεροι. Ακόμη και αν έχεις γεννηθεί με χάρισμα, θέλει μεγάλη προσπάθεια για να μπορείς να το εξελίξεις».

«Έχω ζήσει την Κατοχή, τον Εμφύλιο, όλα αυτά με επηρέασαν, δεν είχαμε να φάμε. Στη Γαλλία δεν ήθελαν να μιλάμε για αυτά. Δεν είχαν ζήσει τον πόλεμο με τον ίδιο τρόπο».

«Με ό,τι πέφτει στα χέρια μου μπορώ να δημιουργήσω. Δεν πρέπει να είσαι δούλος των υλικών, αλλά να τα κατακτάς. Γιατί το υλικό είναι μέσο, με το οποίο μπορείς να δημιουργήσεις. Μπορεί να είναι πέτρα, ξύλο ή οτιδήποτε άλλο. Και για τη ζωγραφική χρειάζονται απλώς χρώματα. Τα υλικά τα φτιάχνω μόνος μου. Φτιάχνω χρώματα με κόλλα και σκόνη. Όταν μαγειρεύεις σπίτι σου, δεν μαγειρεύεις καλύτερα από αυτά τα εστιατόρια; Κάπως έτσι κάνω και εγώ. Το ατελιέ μου είναι σαν κουζίνα. Μαγειρεύω και φτιάχνω μοναδικές συνταγές».

«Από τον Μόραλη μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα, να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων και των αντικειμένων εξαιτίας του φωτός. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους Αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα ή άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες. Μου άρεσε επίσης η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-ταντρική. Όμως δεν είχα τη μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμιά κίνηση, ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω-γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά πού ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά, όπως οι βυζαντινοί Άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα ή η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Τo χρώμα πρέπει πάντα να έχει μια σημασία». (Για τον δάσκαλό του, Γιάννη Μόραλη)

«Έχω μνήμες από τον πόλεμο του ’40. Θυμάμαι με πόση λαιμαργία έφαγα μια πατημένη σταφίδα που βρήκα στον δρόμο. Πόσες ώρες περνούσα ξαπλωμένος, ακίνητος, μικρό παιδί, για να αντέξω την πείνα να μη λιποθυμήσω. Τα σκάγια που βρίσκαμε στους δρόμους και παίζαμε με αυτά. Την πρώτη φορά που δοκίμασα σοκολάτα. Μου την πρόσφερε ένας Γερμανός αξιωματικός. Τον συνάντησα τυχαία και από τον φόβο μου την έφαγα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι θα με σκότωνε αν δεν την έτρωγα. Αηδίασα από την άγνωστη γεύση. Αυτό βέβαια αργότερα άλλαξε. Όσα διαδραματίζονταν γύρω μου ήταν σαν ζωντανό μυθιστόρημα, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας. Παρά την τραγικότητα των γεγονότων διέγειραν τη φαντασία μου. Έβλεπα τους στρατιώτες σαν γίγαντες... κρυβόμουν κάτω από ένα τραπέζι και έβλεπα οράματα. Επιθυμώ τα έργα μου να αποπνέουν γαλήνη, ανάταση ψυχής. Γιατί όχι χαρούμενα χαμόγελα! Δεν θα μετέφερα σ’ αυτά κάποια σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Έναν πόλεμο, πόνο, ψυχική κατάρρευση. Έχω ζωγραφίσει κάποιους αξιωματικούς, αλλά μόνο σαν εικόνα με την στολή και τα γαλόνια τους. Έχω ζωγραφίσει στο ίδιο έργο αρχαίο Έλληνα πολεμιστή, φουστανελά, σημερινό στρατιώτη, ναυτικό και παπά. Όλοι ηρωικοί. Με εορταστική διάθεση. Σαν τους δρομείς. Ο ένας παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο».

«Δεν ταυτίστηκα ποτέ με κάποια ιστορική περίοδο, όπως έκανα και με τα εικαστικά ρεύματα. Δεν ακολούθησα κανένα. Είμαι σαν τη μέλισσα. Μαζεύει γύρη από πολλά λουλούδια και φτιάχνει το δικό της μέλι. Έτσι ακριβώς. Παίρνω στοιχεία που θεωρώ αιώνια και φτιάχνω το δικό μου. Προσπαθώ να αφήσω το λιθαράκι μου».

Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε για το έργο του Αλέκου Φασιανού: «Τυχαίο δεν είναι ότι σε μια στιγμή που οι περισσότεροι καλλιτέχνες με απελπισία είχανε καταθέσει τα όπλα μπροστά στη χιλιομεταχειρισμένη παραστατική ζωγραφική, εκείνος, για να ’χει ακριβώς διατηρήσει σε συνεχή κατάσταση ανταρσίας την ιδιότυπη αθωότητά του, επέτυχε να διαχύσει ένα είδος δροσιάς που οι κουρασμένοι των σημερινών μεγαλουπόλεων, όχι χωρίς κάποιαν έκπληξη, αποδεχθήκανε σαν ευεργετική ανοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζόταν γι’ αυτό ένας θαυματοποιός. Και ο Φασιανός, μικρός ή μεγάλος, έδειξε ότι είχε τον τρόπο να βγάζει από το καπέλο του κουνέλια και σημαίες –στην περίπτωσή του φουμαδόρους και ποδηλάτες– με μια ευκολία που θα τη χαρακτηρίζαμε σαν επικίνδυνη αν, τις περισσότερες φορές, η ίδια του η χειρονομία δεν ήταν τόσο αυθόρμητη και πειστική».

Ο γνωστός ποιητής Λουί Αραγκόν, φίλος του Αλέκου Φασιανού στο Παρίσι και ένθερμος συλλέκτης των έργων του, έλεγε για αυτόν: «Αυτός που τ’ όνομά του γράφω, που έμαθα να λέω τ’ όνομά του, αυτός, ο Φασιανός, ω Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες, όταν μου άρχισε η έκπληξη, ήταν ένας νέος τρόπος ν’ αγαπάς…».

Επώνυμοι Γάλλοι φίλοι του έχουν πει: «Ακούραστο τζίνι, σκαθάρι των πόλεων και των αγρών, ο Φασιανός είναι πανταχού παρών. Πριν καλά καλά διαβεί μια πόρτα, τον βρίσκεις λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, να χαιρετά σε κάθε παράθυρο, να λέει στον καθένα κι από κάτι, κι ύστερα να εξαφανίζεται έτοιμος να ξεπεταχτεί σαν διαβολάκος από ένα άλλο κουτί. Έχει μια δόση ρακοσυλλέκτη ο Φασιανός, κάτι σαν περιέργεια του πρωτόγονου που το μάτι δεν κουράζεται να ανακαλύπτει, τα πάντα γι’ αυτόν είναι θέαμα».

Κι ο Φρανσουά Μιτεράν που τον λάτρευε είχε αποκαλύψει ότι κοιμόταν ανάμεσα στα έργα του, τα οποία κοσμούσαν την κρεβατοκάμαρά του.

«Απλά και άμεσα, τα σχέδια του καθημερινού ανθρώπου, σχεδιάζει αντικειμένα και γεγονότα που γίνονται εικόνες της λαϊκής μας κουλτούρας. Η τέχνη του είναι αυτονόητη. Παίρνει ευχαρίστηση από τα μικρά, κοινά πράγματα επειδή είναι ένας πραγματιστής που πιστεύει ότι η ζωή ζείτε καθημερινά, έτσι τα καθημερινά πράγματα είναι τα μόνα που έχουν σημασία. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, ακόμα κι αν θέλουμε να ζητήσουμε διευκρινίσεις, αμφιβάλλω αν ο καλλιτέχνης θα απολάμβανε να τις δώσει. Είναι ένας άνθρωπος λίγων λέξεων που μιλάει αργά και με σύνεση, ή μπορεί να αποφασίσει να μην μιλήσει καθόλου αν δεν του αρέσει μια συγκεκριμένη ερώτηση. Σύμφωνα με τους γνωστούς του, ήταν πάντα εσωστρεφής, ένας άνθρωπος που προτιμά να εκφράζεται μέσα από το έργο του. Και έχει παραγάγει τόνους: όχι μόνο σχέδια, αλλά και συγγράμματα, κοστούμια και σκηνικά θεάτρου, παιχνίδια, γλυπτά, πάνω από 800 εικονογραφήσεις βιβλίων και κτίρια » (Από το περιοδικό Apartamento # 24. Κείμενο της Ευαγγελίας Κουτσοβούλου)