Καραγάτσης: H ψυχή της γενιάς του ‘30

Αφηγηματικό θηρίο, ο Μ. Καραγάτσης, με το αυθεντικό  χάρισμα του παραμυθά, υπήρξε ένας από τους συγγραφείς για χάρη των οποίων θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε μυθιστορήματα στον αιώνα τον άπαντα.

Καραγάτσης: H ψυχή της γενιάς του ‘30

Αφηγηματικό θηρίο, ο Μ. Καραγάτσης, με το αυθεντικό χάρισμα του παραμυθά, υπήρξε ένας από τους συγγραφείς για χάρη των οποίων θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε μυθιστορήματα στον αιώνα τον άπαντα. Ανένταχτος, ανατρεπτικός, διέγραψε τη δική του ξεχωριστή πορεία στα ελληνικά γράμματα, μολονότι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας τον κατατάσσουν για λόγους ευκολίας στους πεζογράφους της γενιάς του ’30.

Η αλήθεια είναι όμως ότι ο Καραγάτσης υπήρξε μια μυθιστορηματική φωνή με την οικουμενική έννοια, έξω από ρεύματα και εθνικές σχολές. Αν πρέπει ωστόσο να τον περιορίσουμε στα στενά όρια της γενιάς του ’30, θα πρέπει να δεχτούμε πως ήταν η ψυχή της.

Ο παππούς μου ο Ντοστογιέφσκι

Ο Καραγάτσης στα χρόνια της αθωότητας

Ο Ρώσος γίγαντας που ακούει στο όνομα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι άφησε πίσω του μια πολύτιμη κληρονομιά που μοιράστηκε σε επιφανείς λογοτέχνες του εικοστού αιώνα. Ο Παπαδιαμάντης πήρε το δράμα της ύπαρξης των χαρακτήρων του και μπόλιασε με αυτό τη «Φόνισσά» του. Ο Γάλλος νομπελίστας Αλμπέρ Καμύ ξεπατίκωσε την τεχνική του ηθικού διλήμματος που αφθονεί στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Οι μοντερνιστές διά στόματος Βιρτζίνια Γουλφ παραδέχτηκαν τη μακρινή τους συγγένεια με τον συγγραφέα του μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία».

Από αυτήν τη μοιρασιά δεν γινόταν να μην πάρει κάτι και ο Καραγάτσης. Οι μεγάλοι κόσμοι και οι ολοζώντανες σκηνές του μοσχομυρίζουν Ντοστογιέφσκι, το ίδιο και η τραχιά και ακατέργαστη γλώσσα του. Η συγγενική σχέση Καραγάτση - Ντοστογιέφσκι πιστοποιείται από το αινιγματικό Μ. στο καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο. Ο Δημήτρης Ροδόπουλος, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, επέλεξε κατά πάσα πιθανότητα το γράμμα Μ. από τον Μίτια Καραμάζοφ, τον ήρωα του γνωστού μυθιστορήματος «Αδερφοί Καραμάζοφ» σαν ένα εικονικό τατουάζ στο χέρι που έγραφε τις ιστορίες του. Το επώνυμο Καραγάτσης παραπέμπει στο δέντρο φτελιά ή καραγάτσι. Ο συγγραφέας πέρασε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του στο εξοχικό της οικογένειας, στη Ραψάνη Θεσσαλίας. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι, στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού.

Μόνος εναντίον όλων

Αν πρέπει τελικά να εντάξουμε τον Καραγάτση στην πεζογραφική γενιά του ’30, θα πρέπει και να τον αξιολογήσουμε, να θέσουμε το συγγραφικό του ανάστημα απέναντι σε εκείνο των «εταίρων» της εποχής. Και τότε αναμφισβήτητα θα δούμε πως η αφηγηματική του δεινότητα, οι στιβαροί και αλησμόνητοι χαρακτήρες με τις αντιφάσεις και τα ασίγαστα πάθη τους τον αναδεικνύουν σε αναμφισβήτητο κυρίαρχο. Πράγματι, στο προσκλητήριο των μυθιστοριογράφων της γενιάς του ’30 ο Καραγάτσης σού δίνει την εντύπωση πως αντιμετωπίζει μόνος του σε ένα λογοτεχνικό «διπλό» όλους τους άλλους -Βενέζη, Μυριβήλη, Τερζάκη, Θεοτοκά- και τους κερδίζει χωρίς δυσκολία.

Χωρίς «χαμένα Νόμπελ», χωρίς παγκόσμια αναγνώριση, φυλακισμένος στα στενά όρια της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, ο συγγραφέας του «Γιούγκερμαν» παραμένει ένα μαγικό βουνό χαρακτήρων και τόπων, από το οποίο δεν θα γιατρευτούμε ποτέ.

Από την «Κυρία Νίτσα» στον «Γιούγκερμαν»

Ο Καραγάτσης, η κόρη του Μαρίνα και ένας γερμανός μεταφραστής. Εύθυμη παρέα σε γερμανική μπυραρία.

Ένα διαρκές επεισόδιο αποπλάνησης ανηλίκου από έναν κατά φαντασίαν ερωτοχτυπημένο νέο που γράφει: «Διδάχτηκα τα πρώτα μου γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στη “γυναίκα των ονείρων μου”». Το αφήγημα αυτό του 1927, με τίτλο «Η κυρία Νίτσα», θα αποτελέσει το βάπτισμα του πυρός για τον Δημήτρη Ροδόπουλο, που με τη συγγραφική του πορεία και το πρόωρα ωριμασμένο του ταλέντο θα καταρρίψει στερεότυπα του τύπου: «Μυθιστοριογράφος γίνεσαι μετά τα σαράντα».

Όταν θα φτάσει στην ολοκλήρωση του «Γιούγκερμαν», λίγο πριν από τα τριάντα, δείχνει ήδη μεστωμένος συγγραφέας μεγάλων αφηγήσεων. Με το εμβληματικό αυτό έργο τόσο για τον ίδιο όσο και για τη νεοελληνική λογοτεχνία ο Καραγάτσης καταθέτει μια τριλογία για τον κοσμοπολιτισμό της ίδιας της Ιστορίας. Στην αντάρα των καιρών οι μετακινήσεις προσώπων όπως ο συνταγματάρχης Λιάπκιν του ομώνυμου μυθιστορήματος, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ της Χίμαιρας και ο Γιούγκερμαν πασχίζουν να ενσωματωθούν στο σώμα της σύγχρονης Ιστορίας και καταστρέφονται. Η τριλογία αυτή με τον γενικό τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο», ακόμα κι αν αποτελεί αντανάκλαση χαρακτήρων της πραγματικότητας, οριοθέτησε μια ολόκληρη επικράτεια μέσα στην οποία προβάλλεται το χάρισμα ορισμένων ανθρώπων αλλά και η βουβή, μίζερη ζωή άλλων με τα πάθη και τις επιθυμίες μας να αγιοποιούνται. Το μεγάλο ταλέντο του Καραγάτση παραμένει αυτή η διαρκής συνομιλία με τον αναγνώστη του. Διαβάζεις τα βιβλία του με την αίσθηση πως εξομολογείσαι εσύ στον συγγραφέα κι όχι εκείνος σ’ εσένα.

Ειδικά ο «Γιούγκερμαν» διαθέτει το πιο φιλόδοξο πλαίσιο από όλα τα κατοπινά έργα του Καραγάτση, ανεξάρτητα αν ο νεαρός τότε συγγραφέας το κάλυψε απόλυτα με τη γραφίδα του. Εδώ όπως και σε όλα του τα έργα δείχνει να σέβεται και να παρατηρεί τα τοπία όσο και τους ανθρώπους. Αλλιώς δεν θα έγραφε: «Είναι όμορφο το γέρμα στον Πειραιά. Πέρα, στο έμπα του λιμανιού, χρύσωσε ο ουρανός, φλογίστηκε ολόκληρος. Ο θλιβερός λόφος της Δραπετσώνας, με τα μίζερα φτωχόσπιτα, πήρε μια κάποιαν αίγλη…» ή «Ολόγυρα το πλαίσιο των μοναδικών βουνών: ο λιτός Υμηττός, η λεπτόγραμμη Πεντέλη, ο υποβλητικός Πάρνης. Αριστερότερα οι ασαφείς γραμμές του γυμνού Αιγάλεω και των φωτεινών κορυφών της Μεγαρίδας».

Το τέμπο και την πνοή του «Γιούγκερμαν» τα βρίσκει κανείς λίγο πριν από το τέλος, στο ημιτελές «10». Στο μεταξύ, ο Καραγάτσης πειραματίστηκε με κάθε είδος πρόζας, μεταπήδησε στο θεατρικό έργο, ακόμα και στο κινηματογραφικό σενάριο. Ο ανήσυχος αυτός άνθρωπος σπούδασε Νομικά χωρίς ποτέ να δικηγορήσει, βιοπορίστηκε ως ασφαλιστής και διαφημιστής, ως κριτικός θεάτρου, κι έζησε τη ζωή του με την ένταση και τη μανία μυθιστορηματικού ήρωα, υποκύπτοντας νωρίς, σε ηλικία 52 ετών, στο αναπόφευκτο του θανάτου.

Μύκονος: Ο Καραγάτσης, η Ρήνα και οι βιβλιοθήκες με τα αδιάβαστα βιβλία

Ο Καραγάτσης και η Μύκονος, ένας έρωτας χωρίς τέλος

«Από το καλοκαίρι του 1948 μπήκε στη ζωή μου ένα στοιχείο πολύτιμο, που μου χαρίζει σταθερά μια χαρά ανεκτίμητη: η Μύκονος. Ίσαμε εκείνη την ημέρα είχα χαραμίσει 40 ακριβώς χρόνια της ζωής μου, χωρίς να γνωρίσω αυτό το νησί, το αξεπέραστο στα πάντα του. Γιατί; Απλούστατα: αμέλεια και προκατάληψη. Προκατάληψη ότι η Μύκονος είναι εστία πάσης μάταιας κοσμικότητας, δηλαδή μιας καταστάσεως που την εχθαίρω όπως ο “εξαποδώ” το λιβάνι· αμέλεια να επισκεφθώ, και για μια μέρα, το νησί της θρυλικής γοητείας, έστω και υφιστάμενος την αντιπαθή μου κοσμικήν ατμόσφαιρα».

Απόσπασμα από ένα κείμενο του Καραγάτση για το αναδυόμενο σμαράγδι του Αιγαίου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εικόνες» τον Ιούνιο του 1958.

Ο έρωτας με τη Μύκονο άρχισε τη στιγμή που επέστρεφε από τον Γράμμο του αδελφοκτόνου πολέμου με την ψυχή σκοτεινιασμένη και κράτησε ως το τέλος. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με αυτό το νησί που «…αντλούσε χάρη κι ομορφιά από το ψέμα ενός μαγικού φωτός. Το φως! Το μεγάλο φως, με την ανατολή του ήλιου, ακτινοβολούσε ολόγυρα, ξαναγύριζε στον πομπό του τον ήλιο, κυμάτιζε πάνω από το λιακωτό των σπιτιών, τις πλαγιές των βράχων, τα ρίγη της αγουροξυπνημένης θάλασσας».

Παράξενη πάντως, στα όρια της σατανικής ειρωνείας, η έλξη για τη Μύκονο που αισθάνθηκε ο Έλληνας συγγραφέας, όπως και ο Γαλλοαλγερινός νομπελίστας Αλμπέρ Καμύ. Και οι δυο τους, βαθιά επηρεασμένοι από τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, άφησαν ένα αδρό χνάρι στη γη προτού την εγκαταλείψουν την ίδια χρονιά, το 1960. Αμφότεροι έζησαν τη ζωή τους με ασυμβίβαστη υπερβολή στις μικροχαρές, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για την κατεστραμμένη υγεία τους. Κι αν ο Καμύ δεν πέθανε τελικά από παθολογικά αίτια, όπως ο Καραγάτσης, είναι γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος σ’ ένα παράλογο αυτοκινητικό δυστύχημα καθ’ οδόν προς το Παρίσι.

Στα μυκονιάτικα καλοκαίρια του ο Καραγάτσης προτιμούσε ένα παλιό σπίτι στο Κάστρο, πλάι στην Παραπορτιανή, θεμελιωμένο στη θάλασσα. Μες στη μικρή του κάμαρη με παλαιϊκά βενετσιάνικα έπιπλα από την εποχή των καραβοκύρηδων του νησιού, δουλεύτηκε ένα μέρος της «Μεγάλης Χίμαιρας». Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 ο Καραγάτσης περνούσε τα βράδια του στον Γιαλό, στο μαγαζάκι της θρυλικής Ρήνας που είχε τις εφημερίδες και τα τσιγάρα. Εμφανιζόταν συνήθως γύρω στις 9 το βράδυ με μια μποτίλια κρασί από παρακείμενη ταβέρνα, έπιανε την καρέκλα στο βάθος και κουτσόπινε ακούγοντας κλασική μουσική από τον κρατικό ραδιοσταθμό. Χασομερούσε έτσι την κατάκοπη Ρήνα Αλαφασού που μετά τον μόχθο ολόκληρης μέρας δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι της. Από την άλλη η δραστήρια Μυκονιάτισσα αναγνώριζε τη μοναδικότητα των στιγμών και προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα για τη λογοτεχνία. Κάποια φορά του παραπονέθηκε για τα βιβλία που δεν προλάβαινε να διαβάσει:

«Έχω τόσα βιβλία που κοιμούνται στη βιβλιοθήκη μου, αλλά με τη δουλειά δεν βρίσκω χρόνο ούτε να τα ανοίξω».

Τότε ο Καραγάτσης γύρισε και της είπε: «Μα γι’ αυτό είναι οι βιβλιοθήκες, για να φιλοξενούν τα βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει».

Ο άνθρωπος χωρίς το έργο του

Νεόκοπος πατέρας με την μικρή Μαρίνα

Στην άτακτη φυγή του από αυτόν τον κόσμο ο Καραγάτσης δεν άφησε μόνο ένα σημαντικό έργο αλλά κι ένα σωρό ιστορίες γύρω από την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, από την κάθε άλλο παρά ομαλή ζωή του. Η ίδια του η σύζυγος, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, θυμόταν εκ των υστέρων: «Είχε δύσκολο ύπνο, οι θόρυβοι τον ενοχλούσαν φοβερά, έβαζε ωτοασπίδες για να κοιμηθεί. Κάθε δυο χρόνια αλλάζαμε σπίτι. Πάντοτε στον τελευταίο όροφο για να μην έχουμε άλλους από πάνω και κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι στην πλατεία Βικτωρίας, μια παλιά μονοκατοικία, τα σανίδια έτριζαν. Είχαμε μάθει όλοι στο σπίτι ποιο σανίδι έτριζε και ποιο όχι, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντοτε καλά. Έτσι οι καβγάδες δεν έλειπαν…».

Αρειμάνιος καπνιστής, λάτρης του ποτού, γυναικάς και άπιστος, αλλά και αθώος μέσα στα πάθη του, γινόταν συχνά στόχος της ζήλειας των ομοτέχνων του. Παραμένει ολοζώντανος και αγαπημένος σε μια εποχή όπου η πεζογραφική γενιά του ’30 αποτελεί πια μουσειακή έννοια και -όπως λένε όλοι- αν έγραφε στα αγγλικά, θα διαβαζόταν από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Γιατί ο Καραγάτσης είναι από εκείνους τους ξεχωριστούς αφηγητές που θα σε κάνει να αγαπήσεις το μυθιστόρημα.