Άυλη δράση, διάλογοι και μεταμορφώσεις στον λόφο του Κολωνού
Στη διάρκεια της καραντίνας επισκέφθηκε πολλές φορές τον λόφο του Κολωνού για να παρακολουθήσει όσα συνέβαιναν τριγύρω
Πήγαινε εκεί σε διαφορετικές στιγμές της ημέρας, συναντώντας κάθε φορά καινούργιους ανθρώπους, με άλλες δραστηριότητες. «Με ενδιαφέρει πολύ ο δημόσιος χώρος στη δουλειά μου και ο τρόπος που τον “κατοικούμε”» λέει η εικαστικός Χρυσάνθη Κουμιανάκη. «Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι την περίοδο της καραντίνας ο δημόσιος χώρος μεταμορφώθηκε: ενώ προηγουμένως ήταν κυρίως τόπος για να παίζουν τα παιδιά, στην πορεία έγινε καφέ, εστιατόριο, γυμναστήριο, ακόμη και θεατρική σκηνή για τις υπαίθριες πρόβες ηθοποιών και χορευτών».
Ετσι, έχοντας πάρει ήδη από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ ανάθεση νέου έργου για την έκθεση «ortals | Πύλη» άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα της εγκατάστασης και performance «Η σκηνή είναι άδεια» Το έργο, που αποτελείται από δύο μέρη, παρουσιάζεται εκτός του κτιρίου του πρώην Δημόσιου Καπνεργοστασίου και ανοίγεται στη γειτονιά του επιδιώκοντας τον διάλογο με τους κατοίκους της και τη συμμετοχή τους στα δρώμενα. Το πρώτο μέρος του παρουσιάστηκε ταυτόχρονα με το άνοιγμα της έκθεσης, τον Ιούνιο του 2021. Αποτελείται από έργα σε ύφασμα με τη μορφή banner, που αναρτήθηκαν αρχικά σε στύλους σε κάποια σημεία στον λόφο του Κολωνού, και στη συνέχεια παρουσιάζονται στο προαύλιο του πρώην Δημόσιου Καπνεργοστασίου (Λένορμαν 218).
Η εγκατάσταση και performance «Η σκηνή είναι άδεια» επιδιώκει την ενεργή συμμετοχή των κατοίκων.
«Αυτά τα κεντημένα υφασμάτινα πανό, που λειτουργούν αυτόνομα ως σχέδια και γλυπτά στον χώρο, τοποθετημένα σε σημεία όπου συνήθως αναρτώνται οι διαφημιστικές banner εκδηλώσεων, ουσιαστικά προανήγγειλαν τη δράση που τώρα παρουσιάζουμε» υπογραμμίζει η εικαστικός. Σήμερα και αύριο, στον λόφο του Κολωνού και στο υπαίθριο θέατρο παρουσιάζεται το δεύτερο μέρος του έργου. Η κίνηση και οι πράξεις των ανθρώπων που έδωσαν ζωή στον χώρο κατά το διάστημα της απομόνωσης μετασχηματίζονται σε μια παράσταση, η οποία υλοποιείται αποκλειστικά από φως. Ξεκινάει με τη δύση του ηλίου και επί περίπου δύο ώρες, χωρίς λόγο και μουσική αλλά με το φως «να μελοποιεί κατά κάποιο τρόπο τη δράση» όπως σχολιάζει η κ. Κουμιανάκη, τρεις ηθοποιοί μιμούνται αφαιρετικά τις δραστηριότητες και την κίνηση εκείνης της εποχής, ακολουθώντας έναν πρωτότυπο χάρτη του λόφου.
«Εχοντας εξοικειωθεί με τη δραστηριότητα αυτού του χώρου, επέλεξα να την υπερτονίσω» σημειώνει η ίδια. «Εφτιαξα διαγράμματα που παρουσιάζουν σημεία τα οποία ήταν περισσότερο “ενεργοποιημένα” από τους επισκέπτες τους και με αυτά συνέθεσα έναν αφαιρετικό χάρτη της ανθρώπινης παρουσίας στον λόφο και όσων συνέβαιναν εδώ. Ο συγκεκριμένος χάρτης αποτέλεσε τη βάση για την παράσταση» προσθέτει.
Η σκηνή του θεάτρου παραμένει φαινομενικά κενή, αλλά πάνω της εκτυλίσσεται μια άυλη δράση, ενώ οι θεατές καλούνται να τη φανταστούν ή να επινοήσουν μια δική τους ανεβαίνοντας στη σκηνή. «Δουλεύω με εγκαταστάσεις κυρίως, και τα γλυπτά μου έργα ενέχουν την παραστατικότητα επιδιώκοντας τη διάδραση με τον θεατή. Ουσιαστικά, δημιουργώ συστήματα επικοινωνίας, θέτω μια βάση για να εμπλέξω τους θεατές μέσα στο έργο και εντέλει να συνομιλήσουμε με ένα κοινό, ενιαίο λεξιλόγιο».
πηγή: kathimerini.gr