Πρωινό στη Μασσαλία
Αν αφήσεις τη Νίκαια με προορισμό τη Μασσαλία, να ξέρεις πως έχεις ήδη διαρρήξει ανεπανόρθωτα το φίνο μαγνάδι της Κυανής Ακτής. Η σκληροτράχηλη πόλη, αυτή η ξυπόλητη αλήτισσα του Νότου δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι σεβάστηκε το κοσμοπολιτικό όραμα της Γαλλικής Ριβιέρας. Κι όταν μπεις βαθιά στη γαστέρα της αισθάνεσαι, και δεν είναι ψευδαίσθηση, πως βρίσκεσαι σε πολιτεία δαιμονισμένων.
Ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με θέα το παλιό λιμάνι ενισχύει όλως παραδόξως την αρχική εντύπωση. Ο κλειστός όρμος με ένα δάσος από κατάρτια, κρατά τη θάλασσα σε κατάσταση ύπνωσης αλλά δεν μπορεί να ηρεμήσει και τους ανθρώπους, οι οποίοι πηγαινοέρχονται στην προκυμαία σαν θεατρίνοι σε κατάσταση παροξυσμού. Μέχρι αργά ακούς τις ανεξήγητες κραυγές τους, μαζί με θορύβους που τρομάζουν.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Το πρωινό φως ωστόσο, ξεπλένει αυτή τη μικρή κόλαση. Καθισμένος σ’ ένα από εκείνα τα παλιά μπαλκόνια, για την αντοχή των οποίων δυσπιστείς, έχεις μπροστά σου ένα βραχύ, σχεδόν νησιωτικό ορίζοντα. Το περιστέρι έρχεται και ξανάρχεται για να μαζέψει με το λαίμαργο ράμφος τους τα ψίχουλα από το πρόγευμα ενός ζευγαριού που άφησε τη μικρή αυτή σκηνή πριν από λίγα λεπτά. Τίποτε δεν μπορεί να μεταπείσει τον πεισματάρη ήλιο που κάθε πρωί ευεργετεί την αχάριστη πολιτεία. Και το θαύμα συντελείται: Το φως της μέρας την κάνει να θυμίζει νησί στο Αιγαίο, αυτή που το βράδυ μεταμορφώνεται και αλητεύει παραπέμποντας στα πιο δαιμονικά τοπία της φαντασίας του Ντοστογιέφσκι. Κι αναρωτιέσαι έπειτα πως η ηλιοφάνεια του Νότου εξημερώνει την ανθρώπινη ψυχή και αγιοποιεί τα πάθη της. Κι επειδή δεν έχεις την απάντηση που γυρεύεις, βουτυρώνεις το ψωμί σου και πίνεις μια γουλιά από τον εσπρέσο. Τουλάχιστον είσαι πια αρκετά μεγάλος για να γνωρίζεις πως δεν αλλάζουν πολλά από τόπο σε τόπο. Οι άνθρωποι τρώνε το ίδιο ψωμί κι ο καφές τους αφήνει πάνω κάτω την ίδια γεύση στο στόμα σου. Κάτι είναι κι αυτό!