Οδυσσέας Ιωάννου: Ετοιμάζει γιορτή και μιλά για το τραγούδι και το ποδόσφαιρο

Ο σπουδαίος στιχουργός μιλάει στο «ΦΩΣ» και είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για την πορεία του και τη μεγάλη γιορτή που ετοιμάζει 

Οδυσσέας Ιωάννου: Ετοιμάζει γιορτή και μιλά για το τραγούδι και το ποδόσφαιρο

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Ο Οδυσσέας Ιωάννου είχε δύο μεγάλες αγάπες, το ποδόσφαιρο και το ελληνικό τραγούδι, με το πρώτο να το βάζει σε προτεραιότητα, αλλά τον πρόδωσε πριν καλά καλά γευτεί τη χαρά. Το δεύτερο τον ανέδειξε, σε σημείο να γίνει διευθυντής στον μουσικό σταθμό «Μελωδία», αλλά και να κάνει επιτυχημένη καριέρα ως στιχουργός. Με «πατέρα» τον Μικρούτσικο, «αδελφό» τον Παπακωνσταντίνου και φίλο τον Πασχαλίδη. Μετά από πολύχρονη καριέρα, θα γιορτάσει με 10 μεγάλα ονόματα και τρεις μεγάλους απόντες το ταξίδι του στη μουσική στις 6-7 Νοεμβρίου στο Christmas Theater. Mπορεί το ποδόσφαιρο να το εγκατέλειψε ως ποδοσφαιριστής, συνεχίζει όμως να το παρακολουθεί διά μανίας, ως το σημείο να πάει στη Ρώμη για να δει τελικό Τσάμπιονς Λιγκ…

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Πατήσια, όπου έπαιζα σε ομάδες της περιοχής σε μια τεράστια αλάνα στα τοπικά πρωταθλήματα. Υπήρχαν ο Πήγασος, ο Έσπερος και ο δικός μου Ειδυλλιακός. Κάποια μέρα με πλησίασε ένας κυνηγός ταλέντων και μου είπε “τάδε μέρα, τάδε ώρα, έλα να σε δοκιμάσουμε στον Παναθηναϊκό”. Ήμουν Γ’ Γυμνασίου το 1980, προπονητής ήταν ο Παπαεμμανουήλ, ο γνωστός “κούνελος”. Μαζευόμασταν στη Λεωφόρο και πηγαίναμε για προπονήσεις στα ξερά τότε γήπεδα της Παιανίας. Προπονητής τερματοφυλάκων ήταν ο Οικονομόπουλος και ήμουν μια φουρνιά πριν από τον Φαμπιάτο. Κι ενώ ετοιμαζόμουν να μεταπηδήσω από την εφηβική στην ερασιτεχνική ομάδα, διαλύθηκε το πόδι μου…».

Παλιός τραυματισμός;

Ναι, μάζευε το γόνατό μου υγρό. Aκόμη και τώρα δεν μπορώ να στηριχτώ στο ένα γόνατο. Όλα προήλθαν από έναν δικηγόρο που είχε ψώνιο και μας προπονούσε στα Πατήσια, χωρίς να έχει σχέση με το ποδόσφαιρο. Μας έλεγε “θα σταματήσουμε όταν κάνετε εμετό”. Σκληρή και κακή προπόνηση από άσχετο άνθρωπο που μου έκοψε την μπάλα.

Στενοχωρηθήκατε πολύ να υποθέσω.

Αφάνταστα, γιατί σταμάτησα το ποδόσφαιρο στα 17 και το μόνο πάθος που μου έμεινε ήταν το τραγούδι, γι’ αυτό και γράφτηκα αμέσως στο Ωδείο για μαθήματα κιθάρας. Ταυτόχρονα μπήκα στην ΑΣΟΕΕ και άρχισα να γράφω στο περιοδικό «Μουσική» το 1985. Είχε γίνει ένας διαγωνισμός, αρθρογράφησα για το ελληνικό τραγούδι, πήρα το πρώτο βραβείο και από τότε έκανα κριτικές, ρεπορτάζ και παρουσιάσεις δίσκων. Εκείνη την εποχή έφυγε και από τον «Ριζοσπάστη» η Δήμητρα Κουντή, υπεύθυνη του ελληνικού τραγουδιού, και πήρα τη θέση. Αργότερα δούλευα στον «902 αριστερά στα FM» . Σε ηλικία 18 χρόνων όλα αυτά, ως φοιτητής.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ ΣΤΙΣ 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Πώς συνέβησαν όλα αυτά;

Ήμουν φανατικός ακροατής ραδιοφώνου, άκουγα ελληνικό τραγούδι. Στην αρχή ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, μετά να ασχοληθώ με τα οικονομικά και οι προτάσεις ήρθαν εντελώς τυχαία. Όταν άνοιξε ο «902», πήραν 20 άτομα από τον «Ριζοσπάστη» να στελεχώσουν τον σταθμό. Μου είπαν να κάνω μια μουσική εκπομπή, δεν είχα κάτι να χάσω και δέχτηκα. Είχα εκπομπή μετά το πολιτικό μαγκαζίνο του Τσίμα. Ήμουν 20 χρόνων.

Η συνέχεια;

Μετά η «Μουσική» άλλαξε, έγινε αμιγώς περιοδικό «Hi Fi» και ύστερα από δυόμισι χρόνια με τη διάσπαση του κόμματος έφυγα από τον «902». Άνοιξε ο «Μελωδία» που είχε τους μισούς παραγωγούς από τον ΣΚΑΪ και του άλλους μισούς από τον «902». Το 80% των παραγωγών ήταν ηλικίας κάτω των 27 ετών. Αδιανόητο νούμερο. Δεν υπήρχαν τότε επαγγελματίες, γιατί μόλις ξεκινούσε το ελεύθερο ραδιόφωνο. Άλλες εποχές και υπήρχε τρομερό δέσιμο με τους ακροατές. Ήμασταν συνομήλικοί τους. Όταν έγινε ο «Mελωδία», όπου ήμουν είκοσι χρόνια, τα δέκα ως διευθυντής, ξεκίνησα και στην «Καθημερινή». Είχα καθημερινή εκπομπή 6-8. Στην εφημερίδα έκανα συνεντεύξεις, ελεύθερα άρθρα και όταν παρουσιάζαμε τον Μίκη και τον Μάνο σε CD είχα την επιμέλεια και τα κείμενα.

Μπαίνει και το κείμενο στη μέση;

Ναι, μεσολάβησε το περιοδικό «Ένα» και το «ΟΖ». Αρθογράφος έγινα στο «Μετρό». Έγραφα ό,τι ήθελα, όχι μόνο για μουσική.

Πώς προέκυψε η στιχουργική;

Δεν το επεδίωξα, έγινα με παραίνεση, με το ζόρι. Το 1992 έβγαζε έναν δίσκο η Βούλα Σαββίδη. Μια σπουδαία τραγουδίστρια του Μάνου Χατζιδάκι. Θα ήταν πολυσυλλεκτικός και ζήτησε τραγούδια από διάφορους συνθέτες. Ο Διονύσης Τσακνής, που κάναμε παρέα, με προέτρεψε να γράψω ένα τραγούδι. Μου είπε «εγώ θα βάλω τη μουσική, δεν μου βγαίνει ο στίχος». Τον ρώτησα «γιατί εγώ;» και μου απάντησε «όπως σε ακούω στο ραδιόφωνο, μπορείς να γράψεις». Τότε εμπνεύστηκα «Το ζεϊμπέκικο της Πατησίων» το 1992. Μπήκε στον δίσκο «Το φίλημα του χρόνου». Μετά έκανα κάποια πράγματα με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Πού τον βρήκατε;

Του είχα πάρει συνέντευξη στη «Μουσική». Λίγο νωρίτερα είχα πάρει την τελευταία συνέντευξη από τον Νικόλα Άσιμο. Συχνάζαμε στο περιβόητο μπαρ «Πάρτι» στο Παγκράτι και κάναμε παρέα. Μαζί με τον Αρκά και άλλους καλλιτέχνες. Κάναμε δύο τραγούδια μαζί, το «Παράπονα στη Λίνα» και τα «Όνειρα γλυκά». Το 1995. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος όμως ήρθε το 1999 με τον Μικρούτσικο και τον Παπακωνσταντίνου «Θάλασσα στη σκάλα».

Και εκεί αρχίσατε να δηλώνετε στιχουργός;

Όχι, δήλωνα μουσικός παραγωγός, τα τελευταία επτά οκτώ χρόνια λέω ότι είμαι στιχουργός. Γιατί, αν εξαιρέσεις τον δίσκο με τον Θάνο, έγραφα μόλις 3-4 τραγούδια τον χρόνο. Τελευταία γράφω τακτικά. Μετά τον «Μελωδία», οι 7 από τους 9 δίσκους βγήκαν τότε.

Πώς γνωρίσατε τον Θάνο Μικρούτσικο;

Στην Πάτρα, στο Φεστιβάλ όπου ήταν διευθυντής. Πήγα να καλύψω μια συναυλία για τον «Ριζοσπάστη». Μετά τον είδα και στην Αθήνα και το 1994 του έδωσα ένα τραγούδι, τη «Βασίλισσα». Πήγα φαντάρος, απολύθηκα το 1996, τον πήρα τηλέφωνο και μου είπε «θέλω άλλα 14 τραγούδια να βγάλουμε μαζί έναν δίσκο». Εκεί τρελάθηκα, ζούσα το απόλυτο όνειρο. Στόχος ήταν να τα μοιράσουμε σε διάφορους τραγουδιστές, τους Κατσιμίχα, τον Περίδη, τον Τσακνή, τον Μαχαιρίτσα και πρότεινα τιμής ένεκεν στον Παπακωνσταντίνου να πει κι αυτός κάποια. Τον συνάντησα στο «Πάρτι» και μου απάντησε «θέλω να τα πω όλα, θέλω να συνεργαστώ και με τους δύο». Χωρίς να τα έχει ακούσει.

Άρα στιχουργός το 1999;

Όχι, γιατί έγραφα περιστασιακά. Έκανα ραδιόφωνο. Δεν το κυνήγησα. Και εκείνη την εποχή έλεγαν ότι είναι ασυμβίβαστο να γράφεις τραγούδια και ταυτόχρονα να παρουσιάζεις τραγούδια. Δεν είναι τελικά, αλλά εκείνη την εποχή πέρασε σε μένα το παραμύθι της ενοχής. Τα τελευταία 13 χρόνια είμαι στιχουργός. Όταν έφυγα από τον «Μελωδία».

Μετά πώς βιοποριζόσασταν;

Από κάποια πνευματικά δικαιώματα που ήταν λίγα χρήματα. Και ως διά μαγείας σκάει το θέατρο.

Πάλι στην τύχη.

Ναι, γιατί δεν έχω στρατηγική στη ζωή μου. Υπάρχει ένα κενό και κάτι το γεμίζει. Κάναμε την παράσταση «9.05» σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη. Ήταν να το παίξουμε για 40 παραστάσεις στο θέατρο «Διάνα» και κάναμε 270 παραστάσεις για τρία χρόνια, μπροστά σε 130.000 θεατές. Απανωτά σολντ άουτ. Mείναμε δύο χρόνια στην Αθήνα και μετά κάναμε καλοκαιρινή και χειμερινή περιοδεία σε Ελλάδα και Κύπρο.

Τι ακριβώς κάνατε;

Τον αφηγητή με δικά μου κείμενα ανάμεσα σε σπουδαία τραγούδια, εκτός του Βασίλη και του Θεοδωράκη, του Λοΐζου και του Χατζιδάκι. Σταθήκαμε στα επτά σημαντικότερα σημεία της Ιστορίας της Ελλάδας από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα. Δεν ήταν μόνο πολιτικά, αλλά και για το Γιούρο και το Ευρωμπάσκετ. Εγώ ήμουν σε έναν σταθμό τρένου και έγραφα ένα γράμμα στον πατέρα μου, ενώ δίπλα μια μπάντα με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου έκανε πρόβες και έπαιζε 25 σημαντικά τραγούδια. Από το 2014 ως το 2017. Μετά ανεβάσαμε το «Κοινή Ησυχία». Δύο ηθοποιοί έκαναν ένα ζευγάρι παραιτημένο και απογοητευμένο από την πολιτική και ανάμεσα έλεγε άλλα τραγούδια, σημαντικά, νεότερα, ο Βασίλης, σε σκηνοθεσία της Ελένης Ράντου. Αυτή η παράσταση παίχτηκε για δύο χρόνια.

Τι ετοιμάζετε;

Εδώ και χρόνια το Christmas Theater μού έκανε πρόταση για μια αναδρομή στα τραγούδια μου, αλλά θεωρούσα ότι είναι νωρίς, ενώ δεν είμαι και ιδιαίτερα εξωστρεφής. Τελικά το είδα σαν μια γιορτή με φίλους και θα κάνουμε δύο παραστάσεις Δευτέρα - Τρίτη 6 και 7 Νοεμβρίου. Ξεκινήσαμε για μία, αλλά έγινε γρήγορα σολντ άουτ και προσθέσαμε δεύτερη. Υπήρχε τρομερή διαθεσιμότητα από τους φίλους μου, αν και θα έχουμε τρεις μεγάλους απόντες. Τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Δημήτρη Μητροπάνο και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Θα είναι όμως εκεί οι Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου, Κότσιρας, Πασχαλίδης, Θηβαίος, Μποφίλιου, Νέγκα, Καραμουρατίδης, Μάστορας, Αντωνοπούλου. Προλογίζει ο Σπύρος Παπαδόπουλος. Εγώ επέλεξα μόνο τα τραγούδια και θα ακουστούν από καινούργια ντουέτα.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες επιτυχίες σας;

Τέσσερα τραγούδια. Δύο λαϊκά, «Σ’τα είπα όλα», «Το δίκιο μου», και «Οι βυθισμένες άγκυρες», «Μικρές νοθείες».

Είπατε κάτι για τον «Σταυρό του Νότου», που το μνημόνευε συχνά ο Θάνος Μικρούτσικος.

Ως πιτσιρικάδες ακούγαμε ένα συγκρότημα και θέλαμε να γίνουμε σαν κι αυτούς, να κάνουμε μια μπάντα. Αυτός ο δίσκος μάς έφερε το όνειρο να γίνουμε ναυτικοί, να γυρίσουμε όλο τον κόσμο. Το όνειρο του Καββαδία ήταν το φλερτ με το ανέφικτο. Με αυτόν τον δίσκο δεν θέλαμε να γίνουμε μουσικοί, αλλά να μπούμε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων και να ταξιδέψουμε σε όλο τον κόσμο. Φράγκα εύκολα και γνωριμίες με φοβερούς ανθρώπους σε εκπληκτικά μέρη.

Ευτυχώς δεν το κάνατε.

Ευτυχώς δεν λες τίποτα.

Με τον Παπακωνσταντίνου;

Είμαστε μαζί 35 χρόνια. Ο Βασίλης είναι ο μεγάλος «αδελφός» μου, ο Θάνος ο «πατέρας» μου και ο Μίλτος ο κολλητός μου. Ο Παπακωνσταντίνου είναι ένας τεράστιος καλλιτέχνης που άνοιξε δρόμους στο ελληνικό τραγούδι με τα χέρια του. Είναι ο μόνος μη λαϊκός που μπήκε στον πάνθεον των Ελλήνων τραγουδιστών και μεγάλωσε τέσσερις γενιές. Μπήκε στο DNA του Έλληνα. Παρότι έχω κάνει 500 παραστάσεις μαζί του, δεν τον απομυθοποίησα, κάθομαι και τον θαυμάζω, τον χαζεύω ακόμη. Ταυτόχρονα είναι ένα παιδί 12 χρόνων, με τον καλό λόγο, τρυφερός, με ενσυναίσθηση και μεγάλη διάθεση να βοηθήσει οποιονδήποτε.

Πώς εμπνέεστε τα τραγούδια σας;

Δεν έχω πρόγραμμα, μπορεί να κάνω και έναν χρόνο για να γράψω. Γράφω κατά παραγγελία, ποτέ δεν κάθισα να γράψω από μόνος μου. Θέλω τρία στοιχεία. Ποιος θα τραγουδήσει, ποιος θα μελοποιήσει και το deadline. Όλο τον καιρό σκέφτομαι, αισθάνομαι, το έχω μέσα μου και μου βγαίνει. Ποτέ δεν έχω την ανάγκη να γράψω τραγούδια. Γράφω πεζά κείμενα για την εφημερίδα και το περιοδικό που δουλεύω. Έτσι καλύπτω τις ανάγκες μου. Κρατάω καμία σημείωση για τραγούδι, αλλά ως εκεί.

Τα τραγούδια σας είναι βιωματικά;

Δεν υπάρχει αυτό και το κοροϊδεύω. Δεν μπορεί να βιώνεις όσα συναρπαστικά πράγματα γράφεις. Το βιωματικό είναι μια λέξη, μια προσέγγιση. Όταν γράφω για μια γυναίκα 55 χρόνων, πού είναι το βιωματικό; Έχω υπάρξει γυναίκα 55 χρόνων; Εγώ δεν είμαι τραγουδοποιός, γράφω για άλλους. Και παίρνω το φίλτρο ξένων ζωών. Παίρνω τη δική σου ζωή και την επιστρέφω έμμετρα με τη δική μου οπτική και αισθητική. Δεν θα μπορούσα στα 250 τραγούδια που έγραψα να έχω το βίωμά μου. Είναι αστείο.

Δυσκολεύεστε μερικές φορές;

Αρκετές φορές. Μερικά τραγούδια τα γράφω σε 20 λεπτά και για άλλα ταλαιπωρούμαι τρεις εβδομάδες. Δεν μου βγαίνει η λέξη, ένα στίχος και πονάει το κεφάλι μου. Υπάρχει σωματικός πόνος. Κάποια άλλα βγαίνουν σαν νεράκι. Δε υπάρχει κανόνας για να βγουν κάποια ελεύθερα ή κάποια κακοφορμισμένα, που θέλουν χρόνο για να φτιαχτούν.

Πότε χαίρεστε κατά τη διαδικασία δημιουργίας ενός τραγουδιού;

Όταν ο συνθέτης μού στέλνει το ντέμο, με μουσική και φωνή, και μου αρέσει. Είμαι ευτυχισμένος, περισσότερο και από την κυκλοφορία του τραγουδιού. Όταν γίνεται καλό πάντρεμα. Αυτό είναι γοητευτικό και σε αποζημιώνει.

Έχετε άποψη για το τραγούδι, πέραν του στίχου;

Όχι, ποτέ δεν ξέρω αν θα βγει ένα ζεϊμπέκικο ή ένα χασάπικο. Εμπιστεύομαι τον συνθέτη και τη φόρμα που θα του δώσει.

Άρα απογοητεύεστε μερικές φορές.

Ναι, κάποιες φορές δεν κάθεται καλά.

Παρεμβαίνετε;

Ποτέ, απλά δεν κάθεται καλά και προχωράμε στο επόμενο. Το θεωρώ λάθος και ψωνίστικο.

Υπήρξαν και τραγούδια που δεν περιμένατε να κάνουν μεγάλη επιτυχία;

Το αντίθετο, γράφουμε τραγούδια, νομίζουμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο και δεν το ακούει κανείς. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνεις ένα τραγούδι που θα αγαπηθεί. Δεν είναι εγκεφαλικό. Περισσότερο υπάρχει ο μαγικός τρόπος που δεν τον ελέγχεις με τίποτα.

Πάμε στο ποδόσφαιρο.

Το λατρεύω παθολογικά και χρωστάω ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικοποίησής μου. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν παιδιά που έπαιζαν καλά, αλλά ήταν κακοί μαθητές. Και το αντίθετο. Υπήρχαν κάποια γκέτο στις παρέες. Οι καλοί μαθητές μαζί και οι καλοί αθλητές μαζί. Εγώ ήμουν καλός μαθητής και έπαιζα και καλά. Έκανα παρέα με όλους και έβρισκα με όλους κοινά σημεία. Και στον στρατό είχα στον θάλαμο τον Λυμπερόπουλο, τον Κωστούλα, τον Μπαχράμη, μπασκετμπολίστες της Δάφνης. Ταυτόχρονα έκανα παρέα και με παιδιά του πανεπιστημίου, μεγαλύτερης ηλικίας. Το ποδόσφαιρο, εκτός του ότι είναι το πιο λαϊκό, παίζεται και από φτωχούς, γιατί βάζεις δύο σάκες για δοκάρια και ξεχύνεσαι. Παίζεται και σε φυσιολογικές συνθήκες, με βροχή, με ήλιο, με κρύο και όχι σε μια σάλα. Πέραν τούτου, δέχεται και την ισοπαλία. Σε όλα τα άλλα πρέπει να κερδίσεις. Παίζεις στα ίσα και στο τέλος είστε ίσοι. Δεν κερδίζει κανείς. Πολύ γοητευτικό, μια απίθανη ιδιοτυπία.

Παρότι παίξατε στον Παναθηναϊκό, είστε οπαδός της ΑΕΚ.

Χάρη στον μεγάλο αδελφό μου και παρότι είμαι ανιψιός του Βασίλη Κωνσταντίνου. Δεν έχουμε γνωριστεί, αλλά είναι ξάδελφος του πατέρα μου από την Αγία Τριάδα Λιβαδειάς.

Είδατε και δύο τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ…

Ε, ο ένας ήταν στην Αθήνα, Μίλαν - Μπαρτσελόνα 4-0. Τον άλλον στη Ρώμη, σαν μπάτσελορ. Είκοσι μέρες πριν παντρευτώ. Βρήκα ένα εισιτήριο και είδα το Μπαρτσελόνα - Γιουνάιτεντ 2-0 με γκολ του Μέσι και του Ετό. Είδα και τον τελικό του Γιούρο.

Ελληνικό ποδόσφαιρο βλέπετε;

Από πέρυσι ξανάρχισα να βλέπω ελληνικό ποδόσφαιρο επειδή παίζεται καλή μπάλα. Χαίρομαι τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ και τα καλά ματς του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ. Έχουμε και πιτσιρικάδες που αν συνεχίσουν έτσι θα φτιάξουμε σπουδαία Εθνική. Τον Κωνσταντέλια, τον Βαγιαννίδη, τον Ιωαννίδη, τον Ρότα, τον Αλεξανδρόπουλο - και χαίρομαι για τον Ρέτσο που τον είχαν τελειωμένο. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που αγωνίζεται. Έχουμε μια καλή μαγιά που σε τρία χρόνια θα μας φέρει επιτυχίες. Είμαι οπαδός της Εθνικής, την αγαπάω παθολογικά, δεν την κριτικάρω ποτέ. Μου αρέσουν τα παιχνίδια των εθνικών ομάδων. Δεν χάνω Μουντιάλ και Γιούρο.

Στο νέο γήπεδο της ΑΕΚ πήγατε;

Πήγα δύο φορές και δεν ξέρω αν θα ξαναπάω. Γιατί είδα τις δύο μοναδικές ήττες μας. Στο 1-3 με τον Ολυμπιακό και στο άτυχο ματς με την Αντβέρπ. Μπορεί να περιμένω μία άλλη ήττα, που να μην είμαι μέσα, για να ξαναπάω.