Άσιμος: «Άμα θες δεσμά, φάε ιδεολογία»

«Θάνατος. Μα και σε μένανε ταιριάζει. Θάνατος. Να κάνω λες την κίνηση… Ποια κίνηση δεν έχω κάνει έτσι για την κίνηση… Την επανάληψη της κίνησης μου λες να κάνω; Μα δεν καταλαβαίνεις; Έχω κουραστεί να επαναλαμβάνω.»

Άσιμος: «Άμα θες δεσμά, φάε ιδεολογία»

Σαν σήμερα (17/3) του 1988, ο αντισυμβατικός καλλιτέχνης, αποφάσισε να κάνει την εξής κίνηση : Κρεμάστηκε από ένα σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55, στα Εξάρχεια. Ανάλογες… κινήσεις είχε επαναλάβει ανεπιτυχώς και πριν από εκείνη τη μέρα όταν και «κατάφερε» σε ηλικία 38 ετών να δώσει τέλος στη ζωή του.

Μια ζωή που ειδικά σε εκείνα τα τελευταία χρόνια της είχε αναγκαστεί να «χωρέσει» πολλά, από αυτά που δύσκολα τα αντέχει κανείς :

Δίκη με την κατηγορία του βιασμού -κατηγορία που στην πορεία η ενάγουσα απέσυρε- βίαιη εισαγωγή σε ψυχοθεραπευτική κλινική, προφυλάκιση στον Κορυδαλλό και φυσικά πολύ διαταραγμένη ψυχική υγεία. Κι ακόμα, μεταφυσικές ανησυχίες που οδήγησαν τον Άσιμο, σύμφωνα με μαρτυρίες, στην πεποίθηση ότι διέθετε μαγικές ικανότητες σαμάνου, δηλαδή ιερέα- θεραπευτή. Στο πλαίσιο αυτής της ιδεοληψίας έκανε «πειράματα αθανασίας», σκοτώνοντας άτυχα ζωάκια, τα οποία μετά προσπαθούσε εις μάτην να αναστήσει. Πάντως στα χειρόγραφα που άφησε εξηγώντας τους λόγους της αυτοκτονίας του, ζητούσε ύστατη συγχώρεση από αυτά τα πλάσματα.

Δεν είναι εύκολο να γράφεις για ανθρώπους σαν τον Νικόλα τον Άσιμο. «Του καλλιτέχνη και ανθρώπου που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας», όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου του Στέλιου Καζαντζίδη «Τα βιώματά μου».

Του ανθρώπου που το 1989 ο κρατικός γερμανικός ραδιοφωνικός σταθμός WDR του αφιέρωσε τρίωρη εκπομπή κατατάσσοντάς τον στους «Αιρετικούς του κόσμου». Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι το 1977, είχε συλληφθεί ως ηθικός αυτουργός αντιγερμανικών διαδηλώσεων που είχαν λάβει χώρα στην Αθήνα, εξαιτίας των «αυτοκτονιών» (;) μελών της γερμανικής τρομοκρατικής οργάνωσης «Μπάντερ- Μάινχοφ» στα λευκά κελιά τους.

Δεν είναι εύκολο να γράφεις για ανθρώπους σαν τον Νικόλα τον Άσιμο. Που μόνος του επέλεξε αυτό το εντελώς «αντιεμπορικό» ψευδώνυμο, παίζοντας κρυφτό με το πραγματικό του όνομα, το Ασημόπουλος. Που στην ταυτότητά του διεκδίκησε με πάθος -και το πέτυχε- να αναγραφεί «άνευ θρησκεύματος». Που προτίμησε να «τρελάνει το σύστημα» και να τρελαθεί, για να μην υπηρετήσει αυτά που δεν πίστευε: Από τον στρατό, μέχρι τις δισκογραφικές εταιρίες. Που απέταξε ό,τι εκείνος θεώρησε Σατανά (δηλαδή αντίπαλο της ανθρώπινης ψυχής) όπως για παράδειγμα την ταξινόμηση σε κατηγορίες και τις ιδεολογικές ταμπέλες: «Άμα θες δεσμά, φάε ιδεολογία».

Δεν είναι εύκολο να γράφεις για κάποιον που ποτέ δεν του άρεσαν τα εύκολα. Γεννημένος στις 20 Αυγούστου του 1949 στην Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος στην Κοζάνη, έκανε τη μάνα του, την κα Μαρίκα, να παραδεχτεί για τον πρωτότοκό της: «Μόνο τον Νίκο που είχα ήταν σα να ανάτρεφα δέκα παιδιά».

Μικρός ασχολήθηκε με τον στίβο και το ποδόσφαιρο. Και μαντέψτε ποια ήταν η αγαπημένη του θέση. Αυτή του τερματοφύλακα. Σε όλη του την ζωή κάτι προσπαθούσε να υπερασπιστεί. Με τον πολύ προσωπικό του τρόπο.

Το 1976 έγινε πατέρας. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τον θυμάται να κουβαλάει την κόρη του, με το καρότσι που πούλαγε βιβλία. «Περίεργη και συγχρόνως τόσο ανθρώπινη και υπέροχη εικόνα. Ένα παιδί μέσα στα βιβλία σε ένα καρότσι», ανέφερε κάποτε ο τραγουδιστής στη «Μηχανή του Χρόνου». Όλοι οι φίλοι του πάντως τον θυμούνται ως έναν απόλυτα αφοσιωμένο «χαζομπαμπά».

Αλήθεια, το «Έχω ένα παπάκι», είναι από τα πιο τρυφερά τραγούδια που θα μπορούσε να πει κανείς σε ένα παιδί. Έχει πολλά τρυφερά τραγούδια ο Άσιμος. Και πολλά «κοφτερά». Θα προσπαθήσω να απαριθμήσω μερικά αγαπημένα, σίγουρη ότι ξεχνάω πολλά ακόμα: «Γιουσουρούμ» («Μας εκτελούνε με σφαίρες ντουμ ντουμ κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ, ταραταζμουμ για ένα κοστούμ»), «Εγώ με τις ιδέες μου», «Βαρέθηκα» («Πώς γίνεται στον κάθε παλαβιάρη, κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν») «Μηχανισμός», «Άμα σε ‘λεγαν Βάσω» («Αν ήμουν ο Γαλάκος και ήσουν ο Μπουμπλής, θα σου ΄κανα μια τρίπλα και άντε να με βρεις») «Μπαταρία», «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Καταρρέω», «Venceremos»…

«Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με», ήταν μία από τις τελευταίες του οδηγίες.

Η κηδεία του έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας , παρουσία 200 περίπου ατόμων. Τα έξοδα ανέλαβε ο Παπακωνσταντίνου που φρόντισε επίσης στην επιτύμβια πλάκα να χαραχτούν οι στίχοι του πιο εμβληματικού τραγουδιού του, του «Μπαγάσα».

Τώρα βέβαια την ερώτηση «αν περνάει καλά ‘κει πάνω» την υποβάλλουμε εμείς. Ακούγοντας τα δικά του «πιο όμορφα τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν για τον χαμένο μας αγώνα που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν»…



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110