Θέμης Ανδρεάδης: Ο λυπημένος κλόουν επέστρεψε...
Συνέντευξη με τον «λυπημένο κλόουν», Θέμη Ανδρεάδη μία από τις σημαντικότερες μορφές του Νέου Κύματος, που γυρίζει εντυπωσιακά στο προσκήνιο με εμφανίσεις σε εμβληματικούς χώρους και μεγάλες συναυλίες, αλλά πάντα κρατά το μικρότερο καλάθι, όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ
Συναντήσαμε τον Θέμη Ανδρεάδη στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη, την ώρα που προσπαθούσε να μοντάρει ένα νέο τραγούδι, αφού επιστρέφει δριμύτερος στην ενεργό δράση. Χαμογελαστός, φιλόξενος, ετοιμόλογος και χιουμορίστας, όπως τον γνωρίσαμε στα νεανικά μας χρόνια. Θα τον συστήσουμε στους νέους που δεν τον πρόλαβαν, αφού έμεινε εκτός... γηπέδου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το σπίτι του μια γκαλερί, με πίνακες, γλυπτά αλλά και κιθάρες, αρμόνιο, γεμάτο τέχνη. Βλέπετε, η σύζυγος είναι γλύπτρια, η Άννα Ανδρεάδη, ο ένας γιος, ο Ανδρέας, ηθοποιός και ο άλλος, ο Δημήτρης, ζωγράφος.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Δεν θα σας πούμε πολλά, θα δώσουμε τον λόγο στον λυγερόκορμο τραγουδιστή, που ετοιμάζει νέα δουλειά, εξοικειώνεται με νέες τεχνικές, ψάχνει, ρωτάει, μαθαίνει και ετοιμάζεται για δυναμικό comeback. Eμείς τον γνωρίσαμε από μικροί, με τον «Ταρζάν», τη «Λούλα», τον «άνδρα τον πολλά βαρύ» και για όσους δεν το γνωρίζουν με το υπέροχο συναισθηματικό «όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε». Πάμε…
«Γεννήθηκα στην Καλλιθέα. Ο πατέρας μου ήταν από την πρώην Σοβιετική Ένωση, από την Κριμαία, από το Σοχούμι. Ο παππούς, ο Θεμιστοκλής, τον οποίο δεν γνώρισα, πέθανε από φυματίωση και ο πατέρας μου ήρθε σε ηλικία 16 χρόνων, πήρε όλη την οικογένεια, ως αρχηγός, το μεγαλύτερο αγόρι, και ήρθε στην πατρίδα, την Ελλάδα. Πήγε πρώτα στον Πειραιά. Ήταν η εποχή των εκκαθαρίσεων του Στάλιν. Μετά κατέβηκαν στην Καλλιθέα. Έχω και μια ετεροθαλή αδελφή από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου, η πρώτη γυναίκα του πέθανε από φυματίωση, που θέριζε εκείνη την εποχή».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 28/4/2023
Η μοίρα άλλαξε τη ροή της ιστορίας;
Πράγματι, ο πατέρας μου πήγε στη Μακεδονία να δει κάποιους θείους και πέρασε από το χωριό Δωμάτια Καβάλας και σε μια βόλτα είδε τη μητέρα μου και πήγε και τη ζήτησε. Τη ζήτησε αμέσως σε γάμο, πήρε θετική απάντηση και γύρισαν στην Καλλιθέα, αυτός σε ηλικία 29 χρόνων και αυτή 19. Κοντά στα προσφυγικά, στη Φιλαρέτου, και μετά από έναν χρόνο γεννήθηκα εγώ. Πήγα στο πρώτο Δημοτικό Σχολείο της Καλλιθέας, Ανδρομάχης και Δαβάκη. Στην πέμπτη Δημοτικού άρχισα να πηγαίνω στον Άγιο Νικόλαο της Καλλιθέας και να ψέλνω. Να πω ότι η μητέρα μου ήταν αηδόνι και από αυτήν πήρα το χάρισμα, τραγούδαγε πάρα πολύ όμορφα. Μετά από δυο τρία χρόνια με έβαλαν και στη χορωδία στο Γυμνάσιο.
Με τον αθλητισμό ασχοληθήκατε;
Έκανα στίβο στον Πανιώνιο, αλλά όχι κάτι σπουδαίο, ο αδελφός μου έκανε πρωταθλητισμό στο ύψος
Και πώς άλλαξε η ζωή σας;
Η αδελφή μου, η Παρί, ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και ήταν συμμαθήτρια στο νυχτερινό Γυμνάσιο Καλλιθέας με τον Νότη Μαυρουδή. Πήγε λοιπόν και του είπε «βρε Νότη, έχω έναν αδελφό που τραγουδάει, γρατζουνάει, δεν του μαθαίνεις λίγο κιθάρα, να παίζει καλύτερα;». Και με ανέλαβε, ήμουν ο πρώτος μαθητής του. Εγώ 15 χρόνων κι αυτός 21. Είχα μεγάλη έφεση, έπαιζα καλά, ήμουν καλός μαθητής. Μείναμε δύο χρόνια μαζί, αλλά λόγω χούντας έφυγε από την Ελλάδα και πήρε μια έδρα της κιθάρας στην Ιταλία, στο Μιλάνο. Χαθήκαμε. Εγώ όμως συνέχιζα και ο Μαυρουδής ως πρωτεργάτης της δεκαετίας του ‘60 με έβαλε στο Νέο Κύμα. Κι όταν λέμε Νέο Κύμα, μιλάμε για Σπανό, Σαββόπουλο, Ζωγράφο, Λάκη Παππά, Αρλέτα. Ανθρώπους μεγάλου εκτοπίσματος. Μου είχε γνωρίσει τις μπουάτ. Στην αρχή έπαιζα κιθάρα και μετά άρχισα να τραγουδάω. Φαίνεται ότι άρεσα και συνεργαζόμουν με την Καίτη Χωματά, τον Μιχάλη Βιολάρη, τον σπουδαίο μουσικό Τάσο Καρακατσάνη, στην Πλάκα. Πάρα πολλούς ανθρώπους που μου έδωσαν πνοή, στα πρώτα μου χρόνια.
Άρα ξεκινάτε με Μαυρουδή, Νέο Κύμα και καθιερώνεστε στις μπουάτ…
Δεν καθιερώθηκα ακόμη, τραγουδούσα, αλλά μετά πήγα φαντάρος. Μόλις απολύθηκα, το καλοκαίρι του ’71, ανέβαινα προς την Πλάκα να δω τα παλιά μου λημέρια και τους φίλους. Ανέβαινα τα σκαλάκια της Μνησικλέους και συνάντησα έναν παλιό μου γνώριμο από την μπουάτ «Αυλαία» με την Καίτη Χωματά, έναν ηθοποιό που ήταν και συνεργάτης, τον Κώστα Μανιουδάκη. Αφού χαιρετηθήκαμε, μου λέει «Θέμη, ανοίγω μια μπουάτ, το "Στούντιο Λήδρα", και θα έχω τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Τον ρώτησα αν έχουν τραγουδιστές και μου απάντησε ότι έχουν έναν Κρητικό, μόνο έναν, λέγεται Νίκος Ξυλούρης. «Θες να του πω του Μαρκόπουλου να σε ακούσει;». Μετά από καμιά εικοσαριά ραντεβού... εγώ επέμενα και κάποια στιγμή τον πέτυχα, του είπα ένα δικό μου τραγούδι, του άρεσε και μου είπε «προσλαμβάνεσαι». Με τον Μαρκόπουλο έμεινα δύο χρόνια, δύο σεζόν, μαζί με τον Νίκο Ξυλούρη, και χάρη στον σπουδαίο συνθέτη είπα το πρώτο τραγούδι μου στη δισκογραφία. «Του άνδρα του πολλά βαρύ», μαζί με δύο κοπέλες, και μετά «θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν».
Μουσική και στίχοι του Μαρκόπουλου;
Ο «Ταρζάν» ναι και από πίσω είχε ένα εξαιρετικό τραγούδι, το «όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε». Εγώ το τραγούδησα πρώτος.
Έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Ναι, είναι διαχρονικά, κράτησαν πενήντα χρόνια.
Και έμαθε όλη η Ελλάδα τον Θέμη Ανδρεάδη. Με τον «Ταρζάν» σάς προκάλεσαν προβλήματα;
Ναι, μέσα στη δικτατορία, μια το απαγόρευαν, μια το επέτρεπαν.
Μετά;
Με ζήτησαν και τραγούδησα μαζί τους ο Μανώλης Μητσιάς και η Δήμητρα Γαλάνη.
Και άνοιξε ο δρόμος…
Ναι, το δρομάκι έγινε δρόμος.
Λεωφόρος…
Όχι, λεωφόρος ακόμη δεν έγινε, σε λίγο θα γίνει. Εκεί λοιπόν, ένα καλοκαιρινό βράδυ, ήρθε ένας κύριος, μυστήριος, ωραίος τύπος, και μου λέει «με λένε Γιάννη Λογοθέτη και θέλω να συνεργαστούμε, θέλεις;» και απάντησα θετικά. Αρχίσαμε, γράφαμε και φτιάχναμε τραγούδια. Μου έδινε τον στίχο και έγραφα τη μουσική.
Ο ΛοΓό έγραφε πριν τραγούδια;
Ήταν σκιτσογράφος και έγραφε κάποια τραγούδια, αλλά τότε δεν αναφέρονταν οι στιχουργοί. Μνημόνευαν μόνο τον τραγουδιστή, δεν έλεγαν μουσική Μαρκόπουλου, σε στίχους του Χρονά. Έλεγαν «το τραγούδι του Νταλάρα».
Φτάσαμε στη λεωφόρο;
Κάναμε έναν μεγάλο δίσκο που λεγόταν «Γελοιογραφίες» και έκανε πάταγο. Ήταν το πρώτο μου LP. Aν και ήταν μέχρι τη μεταπολίτευση απαγορευμένος, λόγω της συμμετοχής μου με τη νεολαία της εποχής. Με είχαν απαγορεύσει και επειδή είχαμε και ένα τραγούδι περίεργο το είχαν κόψει. Με τη μεταπολίτευση έγινε μεγάλη επιτυχία.
Πότε έγινε αυτό;
Τον Δεκέμβριο το 1973.
Φτάσατε στην κορύφωση;
Ναι, αλλά ανέβαινα συνέχεια, υπάρχει μεγάλη δισκογραφία με μεγάλες επιτυχίες.
Η ζωή σας άλλαξε;
Έγινα γνωστός, αλλά πατούσαν τα πόδια μου στη γη. Έγινα διάσημος, είχα πολλές προτάσεις και τραγούδησα με όλους τους μεγάλους της εποχής. Ως το 1981 συνέχισα με σατιρικούς δίσκους. Καθιέρωσα ένα είδος τραγουδιού, που ονομάστηκε σατιρικό τραγούδι. Μαζί με τον Λογοθέτη και τον Νίκο Κιουρτσόγλου, καλό μουσικό και συνεργάτη μου. Βέβαια πιστώθηκε σε εμένα, γιατί εγώ έβγαινα μπροστά. Και ακολούθησαν πολλοί.
Θέλατε να κάνετε κάτι διαφορετικό;
Ναι, γιατί άρχισε να τυποποιείται και να γίνεται ένα εμπορικό προϊόν, την εποχή που οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις. Εγώ ήμουν ένας άνθρωπος που δεν με ανακάλυψαν οι δισκογραφικές, εγώ βγήκα μπροστά και με έπαιρναν γιατί πουλούσα. Απλά. Αυτή όμως η μονοτονία της επανάληψης μού δημιουργούσε ένα αδιέξοδο και εγώ ήθελα να προχωρώ. Εν τω μεταξύ, εκείνη την εποχή είχαν βγει πολλοί ανάλογοι. Και με πίεζαν από την εταιρεία «ρε Θέμη, κάνε κάτι να χτυπήσουμε τον Χάρρυ Κλυνν». Εγώ όμως ήμουν διαφορετικός, τα τραγούδια μου ήθελα να προκαλούν χαμόγελο, όχι χαχανητό.
Και έτσι ήρθατε σε ρήξη με τις μεγάλες εταιρείες της εποχής…
Ναι, και γιατί είχα κουραστεί από την έντονη δραστηριότητα. Είχα βγάλει έναν δίσκο «Ο Θέμης που πάει παντού» και δεν ήταν μόνο ότι ταίριαζα παντού, αλλά πήγαινα και παντού. Τραγουδούσα παντού, δεν έλεγα όχι, εξαντλήθηκα. Και αποφάσισα να κάνω άλλα πράγματα, με έντεχνα ακούσματα, αν και δεν μου αρέσει ο όρος «έντεχνα» Να πούμε με διαφορετικά ακούσματα. Πρόσφατα ο αγαπημένος μου φίλος Σταμάτης Κραουνάκης είπε δημόσια για εμένα «ο Θέμης είναι ένας λυπημένος κλόουν», εννοώντας ότι έχω δισυπόστατο χαρακτήρα, που λέω χαρούμενος σοβαρά και λυπημένος αστεία.
Σας εκφράζει;
Ναι, αυτό το είδε πρώτος ο μεγάλος Μαρκόπουλος. Γι’ αυτό σε ένα δισκάκι λέω από τη μια πλευρά «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» και από πίσω το «όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε». Ο πρώτος που το είδε ήταν ο Μαρκόπουλος και εγώ τότε δεν το συνειδητοποίησα. Δύο εκ διαμέτρου αντίθετα τραγούδια. Απλά πήγαινα πότε με τη μια βάρκα και πότε με την άλλη. Πέρασαν πολλά χρόνια για να το συνειδητοποιήσω. Βέβαια το διάστημα που έκανα τις δύο παραγωγές από το '82 έως το '92 από τη μία έλεγα τη «Λούλα» για να μπορώ να χρηματοδοτώ τις παραγωγές μου. Κάποια στιγμή όμως, επειδή ήδη είχα οικογένεια, προκλήθηκε βιοποριστικό πρόβλημα. Οπότε, φτάνοντας σε ένα οριακό σημείο και υποχρεωμένος από τις συνθήκες να τραγουδήσω κάπου που δεν ήθελα, αλλά για να πάρω τα χρήματα, έσκασα. Με διαβεβαίωναν ότι δεν θα έχω μεγάλη σχέση με αυτό, θα πηγαίνω, θα τραγουδάω μισή ώρα, θα παίρνω τα λεφτά και θα φεύγω. Δεν έγινε αυτό. Όταν πήγα και είδα τον χώρο και την κατάσταση, ένιωσα ότι καταστρέφω τον εαυτό μου, την εικόνα που αγάπησε ο κόσμος. Γύρισα λοιπόν στο σπίτι και είπα στη γυναίκα μου, την Άννα, «σταματάω να τραγουδάω».
Πότε έγινε αυτό;
Το 1992.
Μεγάλη απόφαση.
Ναι, και την κράτησα είκοσι χρόνια.
Και τι κάνατε είκοσι χρόνια;
Δούλευα στο εργαστήριό της. Μαζί της. Ανέλαβα τη «βρόμικη» δουλειά. Ό,τι δεν έκανα για τον εαυτό μου όταν τραγουδούσα, το έκανα για την εργασία της Άννας.
Δεν στενοχωρηθήκατε;
Πάμε παρακάτω. Μέχρι λοιπόν που με την παρότρυνση του γιου μου, Δημήτρη, και της γυναίκας μου άκουσα «Θέμη, πρέπει να βγάλεις έναν δίσκο». Όλο αυτό το διάστημα, βέβαια, έγραφα τραγούδια στο γραφείο μου. Κι αυτό έγινε το 2012. Όμως, με το που έκανα τον δίσκο, ήρθε η χειρότερη δεκαετία της ζωής μου. Αντιμετώπισα τρεις φορές τον θάνατο, συγκρούστηκα μετωπικά με τον θάνατο, κι αφού τη γλίτωσα και νόμιζα ότι μπόρεσα να τα καταφέρω, έπεσα σε βαριά κατάθλιψη. Κράτησε αρκετά χρόνια, μέχρι πριν από έναν χρόνο. Πέρυσι βγήκα από αυτήν την κατάσταση με τιτάνιες προσπάθειες και με τη βοήθεια των δικών μου ανθρώπων και ιδιαίτερα της γυναίκας μου, της Άννας, των παιδιών μου και των εγγονών μου. Και με τιτάνιες προσπάθειες βγήκα από αυτήν την ιστορία νικητής. Και άρχισα να αγαπάω τον εαυτό μου. Και από τη στιγμή που άρχισα να αγαπάω τον εαυτό μου, άρχισαν να με αγαπάνε και οι άλλοι. Που πάντα υπήρχε αυτό…
Και η συνέχεια;
Άρχισαν να γίνονται εξαιρετικά πράγματα, να βγαίνω στην τηλεόραση, σε μια υπέροχη βραδιά στο «Μουσικό Κουτί», και σε αρκετές εκπομπές. Ετοιμάζω να πάω και σε άλλες. Ταυτόχρονα, τραγούδησα στην μπουάτ «Απανεμιά». Πήγα για δύο εμφανίσεις και έκανα 18, δεν με άφηναν να φύγω, αλλά τους είπα πως κουράστηκα. Τώρα κάνω έναν δίσκο με σατιρικά τραγούδια, με ζητάνε για συναυλίες καλοκαιρινές και χειμερινές. Ωραία πράγματα. Επέστρεψα με μεγάλη χαρά και με στυλ «τι έγινε, ρε παιδιά;» και πολύ μειωμένος. Κρατάω το μικρότερο καλάθι. Είμαι 55 χρόνια φούρναρης - και όταν ήμουν μικρός αλλά και τώρα δεν πήραν τα μυαλά μου αέρα. Θεωρώ ότι έχω δημιουργήσει, ζω και έχω μια δομημένη οικογένεια, με τους ανθρώπους μου δίπλα, με τα εγγόνια μου - κι αυτό είναι το υπέρτατο αξίωμά μου ως ανθρώπου.
Ως καλλιτέχνη;
Έχω κάποιες υποψίες ότι είμαι καλός (σ.σ. μας λέει χαμογελώντας).
Προσωπικοί LP Δίσκοι και CD
1973: «Ο Ταρζάν» και «Όχι, δεν πρέπει» (45 στροφών) Columbia-EMIAL
1973: «Γελοιογραφίες» LP Columbia-EMIAL
1974: «Κάτι άλλο μου θυμίζει» LP Columbia-EMIAL
1975: «Ο πρωταθλητής» LP MINOS
1976: «Ο Ανδρεάδης τραγουδά Λογοθέτη» LP MINOS
1977: «Θεμιτά και Αθέμιτα» LP MINOS
1978: «Ο Θέμης που πάει παντού» LP MINOS
1980: «Ως Εξής» LP MINOS
1982: «Σαν ξαφνικό ταξίδι» LP Aνεξάρτητη ιδιωτική παραγωγή
1986: «Βάλε το ράδιο στη διαπασών» LP Aνεξάρτητη ιδιωτική παραγωγή - αφοί Φαληρέα
2003: «Σαν ξαφνικό ταξίδι» CD επανέκδοση-Protasis
2012: «Το Σώμα Ξέρει» CD Anthemionart-Άννα Ανδρεάδη
Μερικές από τις επιτυχίες του
Ο Ταρζάν
Είμαι πολύ ωραίος
Πεθερά
Λούλα
Έλα πιο κοντά
Καλέ κυρα-Μαρία
Ο Σερ
Ο Καραγκιόζης
Τσάρλεστον
Μ’ αυτό περνάνε όλα
Το πανόραμα
Του άντρα του πολλά βαρύ
Όχι, δεν πρέπει
Ο Τζίμης ο Πρωταθλητής
Ο Φωτογράφος
Ο Δημητράκης
Δεν τη μπορώ τη δυναστεία
Σε παρακαλώ
Ρομαντικό γεύμα
Εδήλωσα τρελός
Αφού δεν κάνεις κέφι
Καθένας με την τρέλα του
Η πλύστρα
Στου Λινάρδου την ταβέρνα
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ