Γιώτα Βέη: «Ονειρεύομαι το Ηρώδειο για το ιδανικό αντίο στο κοινό»

Και τι δεν ακούστηκε και γράφτηκε για τη Γιώτα Βέη, ως και «Κάλας του δημοτικού τραγουδιού» την αποκάλεσε ο Ρίτσος.

Γιώτα Βέη: «Ονειρεύομαι το Ηρώδειο για το ιδανικό αντίο στο κοινό»

Συνέντευξη στον Στέφανο Λεμονίδη

Ένα κορίτσι από το Πλατύστομο Φθιώτιδας, που ήρθε στην Αθήνα, ξεκίνησε από κομμώτρια και έφτασε να εκφράζει το πλούσιο ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Γνώρισε τον Τσιτσάνη, τον Τσαρούχη, τον Αγγελόπουλο, τον Χατζιδάκι, τον Ρίτσο, ανθρώπους προβεβλημένους και καταξιωμένους που την αποθέωσαν.

«Από μικρή είχα ακούσματα δημοτικού τραγουδιού από τη γιαγιά Βίνα και τη μάνα Μαρία, ωραίες φωνές που χαιρόσουν να τις ακούς. Από μικρό κορίτσι στην κούνια άκουγα νανουρίσματα και η αγάπη μου για τη μουσική μεγάλωσε στις πρώτες επισκέψεις μου στο "Γουρνάκι", οικογενειακό εξοχικό κέντρο του θείου μου με γραμμόφωνο, όπου μου άρεσε να βάζω τις πλάκες, δίπλα στα λουτρά της περιοχής που εκείνη την εποχή ήταν σε μεγάλη ακμή. Άκουγα ρεμπέτικα και λαϊκά, ήξερα όλα τα σουξέ της τετραετίας 1950-56. Έβλεπα ότι δεν με κρατάει το χωριό, αλλά έβλεπα θολά το μέλλον μου, περίμενα μια έκρηξη για να εκδηλωθώ. Βλέπετε, το περιβάλλον δεν βοηθούσε, το ριζικό μου ήταν ένας καλός γαμπρός, μητέρα και νοικοκυρά. Να καλοπαντρευτώ.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 10/9/2022

Πρώτη φορά στην Αθήνα;

Δραπέτευσα χάρη στη θεία μου, που με πήρε στον Υμηττό για να τελειώσω το σχολείο και να μάθω κομμωτική σε ηλικία 18 χρόνων. Είχα παρατήσει το σχολείο, αλλά πήγα στο νυχτερινό για να μορφωθώ και να πάρω και το απολυτήριο. Παράλληλα ήθελα να σπουδάσω στη σχολή «Βακαλό» διακόσμηση. Στη φύση μου είχα την τέχνη και το ταλέντο μου ήταν έμφυτο, όχι επίκτητο. Κάποια στιγμή άνοιξα κομμωτήριο στο Κολωνάκι, όπου ερχόταν το αφάν γκατέ της Αθήνας. Δεν ήταν απλό κομμωτήριο, αλλά λέσχη κυριών και κάποια μέρα είπα στην Πόλυ Πάνου, που ήταν πελάτισσα και φίλη , η οποία τραγουδούσε στα «Δειλινά» με τον Πάριο, «θέλω να ακούσω τον Πάριο» και στον δρόμο άρχισα να σιγοτραγουδώ Μπέλου, Τσιτσάνη. Πάγωσε η Πόλυ Πάνου, σταμάτησε και μου λέει «δεν είναι δυνατόν, τι φωνή είναι αυτή, εσύ θα κάνεις μεγάλη καριέρα, θα σε προσκυνάνε».

Και πού σας πήγε;

Κατευθείαν στον Τσιτσάνη, στο «Όνειρο» στην εθνική οδό και του είπε «σου έφερα μια που είναι σαν τη Μαρίκα Νίνου». Κατευθείαν με έβαλε στο πάλκο και μου είπε «τι θες να πεις;» . Είπα το «περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί από τις βαθιές μου τις πληγές το αίμα αργοσταλάζει και τώρα που ζητώ στοργή κανείς δεν με κοιτάζει» και κατευθείαν ο Τσιτσάνης απαίτησε «δεν θα φύγεις, θα μείνεις εδώ για πάντα». Του απάντησα είχα δρομολογήσει αλλιώς τη ζωή μου, αλλά με τα παρακάλια έμεινα 10 νύχτες και στο τέλος του είπα κυρ Βασίλη, δεν μπορώ εγώ τα ξενύχτια.

Κλοτσήσατε την ευκαιρία;

Δεν μου ταίριαζε η νύχτα, τι να κάνω; Είχα και οικονομική άνεση από το κομμωτήριο, όπου πελάτισσά μου ήταν και η Μερκούρη που έμενε δίπλα

Και πώς βρεθήκατε τελικά στο τραγούδι;

Πήγα να μάθω κιθάρα στον Νότη Μαυρουδή το 1976 και κάποια στιγμή μου λέει «κανένα δημοτικό ξέρεις;». Και τότε έγινε η έκρηξη που περίμενα. Η νύχτα δεν μου ταίριαζε, γιατί εγώ ξυπνούσα στις 7 το πρωί και πήγαινα στη δουλειά μου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση τότε θα επέστρεφα στο σπίτι μου. Είχα και το νυχτερινό σχολείο που έπρεπε να τελειώσω. Ήταν ένα βόλεμα, μια άρνηση να ταλαιπωρηθώ. Όταν μάλιστα συνάντησα τον Θόδωρο Δεβρενιώτη και του είπα την απέχθειά μου για τη νύχτα, μου απάντησε «τραγουδίστρια χωρίς πάλκο δεν γίνεται». Τελικά γινόταν.

Και τι ακολούθησε με τον Μαυρουδή;

Του είπα λοιπόν τον «Ντελή Παπά» και μου απάντησε «ετοιμάσου, θα αλωνίσουμε τα πανεπιστήμια». Είχε κλείσει μια δουλειά με συναυλίες στα πανεπιστήμια σε όλη η χώρα. Λυτρώθηκα, απελευθερώθηκα, εμβάθυνα και έγινα συνώνυμο του δημοτικού τραγουδιού. Θυμάμαι στην Πάτρα δεν μας άφηναν να φύγουμε, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Σταμάτησα λοιπόν την κιθάρα και αφοσιώθηκα στο δημοτικό τραγούδι

Επόμενο βήμα για την καταξίωση;

Για καλή μου τύχη άνοιξε το Τρίτο Πρόγραμμα με τον Μάνο Χατζιδάκι, που σε μια συνέντευξή του δήλωσε «θα φιλοξενήσω και δημοτικό τραγούδι». Ε, τότε είπα αυτό είναι δικό μου. Πέρασα από συνέντευξη με την Ελένη Καραΐνδρου, που είχε το εθνομουσικολογικό τμήμα του ραδιοφώνου και για επτά χρόνια ως το 1985 τραγουδούσα α καπέλα δημοτικό τραγούδι. Επί έναν χρόνο μάλιστα με είχε σήμα στην εκπομπή της «τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια» και παρουσίαζε και τους μουσικούς που απέμειναν από τις παλιές κομπανίες. Ο Χατζιδάκις δεν με άφηνε να βάζω μουσική όταν τραγουδούσα, ήθελε να ακούγονται τα μελίσματα, τα ιδιαίτερα σπασίματα της νότας. Προς το τέλος έβαλε ούτι, με τον Καριοφύλλη Δοϊτσίδη. Ο πρώτος συνοδός μου.

Μελετούσατε;

Μελετούσα δημοτικά τραγούδια απ όλη την Ελλάδα. Σιγά σιγά. Η παράδοση έχει αργό ρυθμό, αλλά σταθερό. Και βαθιά ρίζα, τόσο βαθιά που σε παρασύρει να φτάσεις στα έγκατα. Με κατέκτησε και την κατέκτησα, έγινα πλήρης ως ερμηνεύτρια, δεν άφησα κάτι ανεξερεύνητο. Αν και δεν είναι εύκολο να το πει κάποιος αυτό. Επειδή όμως η παράδοση είναι δεδομένη, δεν δημιουργείται πλέον δημοτικό τραγούδι, παρά μόνο κάποια κατασκευάσματα. Σταμάτησε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γιατί σταμάτησε;

Δεν είχε κάτι να εκφράσει το δημοτικό τραγούδι, ήρθαν ξένοι, ήρθαν Μικρασιάτες, ξεκίνησε η μετανάστευση και αγαπήθηκε πολύ το νέο είδος. Η επαρχία εξάλλου συγκεντρώθηκε στην Αθήνα από το ’49 και δεν υπήρχε πηγή έμπνευσης. Άδειασαν τα χωριά και άρχισαν να ανοίγουν κέντρα στην Ομόνοια και το τραγούδι σταμάτησε να παράγεται. Ο λαός ήταν δημιουργός, αλλά το τραγούδι εκφραζόταν από έναν, από έναν ανώνυμο. Πήγαινε κάποιος γυρολόγος σε άλλον τόπο και του ζητούσαν να πει τα νέα της περιοχής του. Τα τραγουδούσε, συμπλήρωναν κι αυτοί και γι’ αυτό κάποια τραγούδια τα έχουμε σε πολλές παραλλαγές και διεκδικούν την πατρότητά τους αρκετές περιοχές. Ήρθε μετά ο Ξυλούρης, είπε τα ριζίτικα και έγινε επανάσταση, ήταν και η Δόμνα Σαμίου που έκανε έρευνα και παρουσίαση, αλλά σταμάτησαν να δημιουργούν στίχους. Ένα καλό δημοτικό τραγούδι όμως είναι πάντοτε παρών. Θα χαθεί ποτέ ένα τραγούδι όπως τα «παιδιά της Σαμαρίνας». Άλλη εποχή όμως, άλλα προβλήματα.

Είχε πει σε μια συνέντευξή του ο ηθοποιός Δημήτρης Πιατάς ότι σε μια περιοδεία στην Αμερική άκουγαν κάποιους μπλουζίστες που τους ζήτησαν να πουν ένα ελληνικό τραγούδι. Τραγούδησαν λοιπόν το «Γιάννη μου, το μαντήλι σου» και οι μαύροι άρχισαν να κλαίνε.

Το είπα κι εγώ στον Τσαρούχη. Είχαμε πάει με τον Ψαραντώνη το 1980 στη Γαλλία και σε μια δεξίωση είδα τον Τσαρούχη να κάθεται σε μια πολυθρόνα χωμένος. Του λέω εδώ είστε; Και μου απάντησε «ήρθα για μια έκθεση». Ήξερα ότι έκανε τα κοστούμια στη Δώρα Στράτου, ότι τον απασχολούσε η παράδοση, τραγούδησα «Γιάννη μου, το μαντήλι σου» και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. Μου έδωσε τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του και γίναμε φίλοι. Πήγαινα και του έκανα παρέα, αλλά δεν ήθελα να τον εκμεταλλευτώ. Και μόνο που μου έκανε αφιέρωση σε πίνακα μου φτάνει , είναι η περιουσία μου. Ζήτησε να με ζωγραφίσει και μου είπε «δεν θα είσαι εσύ, θα είσαι η γιαγιά σου». Μου είπε να φωνάξω μια μοδίστρα και να κάνει τα σχέδια για να ράψει τα ρούχα μου. Πήγαμε στο Ηρώδειο, ακούσαμε μια ινδική μουσική και του λέω δεν είναι καλή. Μου απάντησε «α, εσύ ανακάλυψες τώρα τον εαυτό σου και δεν σου αρέσει τίποτα άλλο». Μιλούσαμε ώρες ατελείωτες με τον Τσαρούχη και όλοι απορούσαν τι λέγαμε. Πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος.

Με τον Ρίτσο πώς γνωριστήκατε;

Έκανε κι αυτός στο Τρίτο Πρόγραμμα μια εκπομπή και διάβαζε την «κυρά των αμπελιών». Κι εκεί που περίμενε να ακουστεί από το ραδιόφωνο η εκπομπή του, με άκουσε να τραγουδάω και είπε «η Μαρία Κάλας του δημοτικού τραγουδιού». Με πήγε το 1978 στη Λύρα, αλλά ο δίσκος έγινε το 1982. Δεν πίστευα ότι το είπε, αλλά το επανέλαβε μπροστά μου σε κόσμο. Η μεγαλύτερη όμως αγωνία μου, ο στόχος μου, ήταν να ερμηνεύσω κάθε φορά καλύτερα ένα τραγούδι. Από καλά λόγια άλλο τίποτα. Στην Ισπανία με αποκάλεσαν «ιέρεια του τραγουδιού», στην Ουτρέχτη είπαν «σαν να παίζει βιολί ο Μενουχίν», στην Τουρκία με αποθέωσαν, σε όλο τον κόσμο. Στην Πόλη μάλιστα ο Παναγιώτης Αμπατζής, που ήταν διευθυντής στην Όπερα, είπε «από καλές τραγουδίστριες είναι γεμάτη η Τουρκία, εμείς όμως εσάς θέλουμε, σας ψάχνουμε έναν μήνα». Με κάλεσε ο Ρου Χι Σου, Κούρδος καλλιτεχνικός διευθυντής. Έμεινα 15 ημέρες, με άψογη φιλοξενία, αλλά...

Τι αλλά;

Πολύ εθνικιστές δεν σηκώνουν κουβέντα για την πατρίδα τους, ακόμη και οι προοδευτικοί. Ήταν βέβαια και η χούντα του Εβρέν και δεν μπορούσες να εκφραστείς ελεύθερα. Πνιγόμουν, πώς να το κάνουμε;

Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πώς γνωριστήκατε;

Τραγούδησα και έκανα φωνές στον Μ. Αλέξανδρο το 1980. Με πήγε η Ελένη Καραΐνδρου, με άκουσε και του άρεσα. Δεν έγραψε όμως τη μουσική η Καραίνδρου, αλλά ο Χριστόδουλος Χάλαρης. Κάναμε τα γυρίσματα στον παλιό Άγιο Παντελεήμονα.

Πόσους δίσκους ηχογραφήσατε;

Δεκαέξι και τελευταία τραγούδησα Έλα Φιτζέραλντ, Μπαέζ και άλλους ξένους καλλιτέχνες, βραζιλιάνικα, ισπανικά, αλλά δεν έκανα δίσκο. Υπάρχουν στην Amazon.

Έχετε ένα όνειρο;

Να κάνω μια αποχαιρετιστήρια συναυλία στο Ηρώδειο, πλαισιωμένη με άλλους καλλιτέχνες, να κλείσω ένα μεγάλο όνειρο και να ηρεμήσω στο σπίτι μου. Από συναυλίες έχω χορτάσει, αλλά θέλω να αποχαιρετήσω το κοινό. Τη δεκαετία του ’80 ήμασταν περιζήτητοι, οργώσαμε όλη την Ελλάδα με τον Δοϊτσίδη και τον Αηδονίδη, μου αρέσουν τα θρακιώτικα, είναι τα ωραιότερα τραγούδια, πρόσχαρα, και κρύβουν όλο το Βυζάντιο. Και τι δεν έχουν αυτά τα τραγούδια. Λέγαμε φυσικά και ηπειρώτικα, ριζίτικα και ποντιακά, με τρελαίνουν τα ποντιακά, που αρέσουν πολύ στο εξωτερικό. Ήρθαν οι Γιαπωνέζοι και κάναμε έναν δίσκο με ποντιακά στο σπήλαιο της Παιανίας. Αν ήθελα να βγάλω λεφτά από το τραγούδι, θα έκανα άλλου είδους τραγούδι.

Η σχέση αθλητισμού και τέχνης;

Ο αθλητισμός και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο δεν είναι απλό πράγμα, έχουν ρυθμό, αρμονία, αυτοσυγκέντρωση, σωματική δύναμη και καλλιεργούν το πνεύμα για να φτάσει ο αθλητής στην κορύφωσή του. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ο αθλητής. Και έχει σχέση με τη μουσική, αφού έχουν τα ίδια στοιχεία. Οι αρχαίοι Έλληνες εκπαίδευαν τα παιδιά τους στη μουσική και στη γυμναστική. Όταν συνδυαστούν φτάνουμε σε ένα άλλο είδος, ολοκληρωμένο. Αυτό δικαιολογεί την αγάπη που έχει ο κόσμος στο ποδόσφαιρο. Είναι και η άμιλλα που όλοι έχουμε μέσα μας, αφού θέλουμε να διακριθούμε και να καταξιωθούμε. Είναι η αναγνώριση και, πάνω απ’ όλα, το στοιχείο της έκπληξης. Η αγωνία που υπάρχει ως το τελευταίο λεπτό. Η αναμονή για το αναπάντεχο. Το δέσιμο με την ομάδα σου και με τους άλλους φιλάθλους. Εκτιμώ το ποδόσφαιρο, δεν είναι τυχαίο πράγμα ο πρωταθλητής. Είναι πρότυπο και σου δίνει το παράδειγμα να ασκηθείς και να βελτιωθείς. Αυτά τα ευτράπελα που γίνονται στην εποχή μας αμαυρώνουν τον αθλητισμό. Κυρίως στο ποδόσφαιρο που είναι ελεύθερο και με ομάδες που συγκρούονται. Και είναι εις βάρος όποιας ομάδας προσπαθεί να επιβληθεί πέρα από τους κανόνες. Χρειάζεται σεβασμός. Οι αρχαίοι σεβόντουσαν και τους νικητές και τους ηττημένους, έστηναν μνημεία και για τους δύο.

Το πρώτο σας βιβλίο;

Το «Μπέν Χουρ», λίγο πριν το πετάξει η γιαγιά μου στη φωτιά. Είχαμε μια βιβλιοθήκη, μαζεύονταν ποντίκια και έτρωγαν τα βιβλία. Αποφάσισαν να τα κάψουν, αλλά πρόλαβα και το έσωσα. Κάτι με έπιασε, πόνεσε η ψυχή μου και το βούτηξα. Το διάβασα λοιπόν και το δάνεισα και στους συμμαθητές μου, ώσπου χάθηκε. Το θεωρώ απώλεια ως τώρα.

Είπατε ότι η πλατεία Κολωνακίου ήταν σαν την πλατεία του χωριού σας

Ναι, παλιά βέβαια. Εκεί βρισκόμασταν όλοι οι φίλοι, τώρα κάθομαι στο «Τοπ» , γιατί η Λυκόβρυση αλλοιώθηκε. Στη Δεξαμενή πηγαίναμε για ούζα με τον Γρηγόρη Φαληρέα, μιλούσαμε για τη Ρεμπέτικη Ιστορία. Ήταν στέκι ποιητών, λογίων, γλυπτών, λογοτεχνών. Μια όαση τότε η Δεξαμενή. Έμενα 35 χρόνια στην Αναγνωστοπούλου. Μου αρέσει το κέντρο, ήταν πνευματική εστία τη δεκαετία 1970-80. Το κέντρο δίνει πολλές ευκαιρίες, άκουγα όμορφες συζητήσεις, που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου. Έπαιρνα ό,τι πιο ενδιαφέρον υπήρχε. Δεν γνώριζα τα μπαρ που έχουν βέβαια μια φιλοσοφία, ήμουν του καφέ και του ρεστοράν. Έχει το κέντρο γκαλερί, βιβλιοπωλεία. Και τα Εξάρχεια όμως προσφερόταν για μια ήρεμη επανάσταση. Είχαν ωραίο παλμό κι εκεί συγκεντρώνονταν οι νεότεροι συγγραφείς. Πήγα πρόσφατα με τον Δημήτρη Παπαχρήστου και τον Λεωνίδα Τσιριγγούλη. Πάντα θα έχουν ενδιαφέρον τα Εξάρχεια, κι αν υπάρχουν ομάδες που προκαλούν προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολιτισμένο τρόπο. Γιατί και οι επαναστάτες έχουν κάποιον λόγο για να επαναστατούν. Και η Πλάκα με τους Αέρηδες. Πηγαίναμε με τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον ποιητή, μαζί με τη γυναίκα του. Δεν μπορείς να κάνει ωραιότερους περίπατους από αυτούς στην Πλάκα.

Η σχέση σας με το θέατρο;

Είμαι με την ομάδα ΘΕΑΜΑ στις Τρωάδες με σκηνοθέτες τον Βασίλη Οικονόμου και τη Σοφία Σταυρακάκη, ιδιαίτερα ευφυείς. Κορυφαία του χορού και στην ομάδα υπάρχουν άνθρωποι με αναπηρία, που εκτιμώ το ταλέντο τους. Τους αγαπώ, είναι καλλιεργημένοι, επαγγελματίες. Εκπληκτικοί στους ρόλους τους. Το έργο είναι του Ευρυπίδη, αλλά σε διασκευή του Ζαν Πολ Σαρτρ. Το έφερε στην εποχή μας, κάπου με το Αλγέρι. Παραπέμπουμε κι εμείς στη Μικρασιατική Καταστροφή, όπου υπάρχει η απόλυτη ταπείνωση της γυναίκας. Όταν είσαι πρόσφυγας δεν είσαι τίποτα. Οι Τρωάδες ήταν γυναίκες. Βιασμοί, ταλαιπωρία, διαχρονικό θέμα από την αρχαία Ελλάδα ως σήμερα. Και οι σκηνοθέτες μας πειραματίζονται με δύσκολα θέματα, ο Βασίλης με τη Σοφία τη συνεργάτιδά του. Δουλεύουν καταπληκτικά σε ό,τι καταπιαστούν. Δεν χρειάζεται να διαχωρίζεις τους ανθρώπους ανάλογα με τη φυσική τους κατάσταση, αρκεί να υπηρετήσουν τον σκοπό τους. Πολύ ευχαριστημένη που παίρνω μέρος στην παράσταση. Οι εμφανίσεις μου είναι επιλεκτικές πια.

Παρακολουθείτε ποδόσφαιρο;

Επιλεκτικά. Όταν ήμουν μικρή στο χωριό παίζαμε ποδόσφαιρο και ήμουν στη θέση του Μπέμπη. Μου άρεσε το όνομα. Παίζαμε όλοι, κορίτσια και αγόρια, κλοτσούσαμε την μπάλα και ο αγώνας ήταν Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός. Τώρα έφτιαξαν και το γήπεδο του χωριού με πλαστικό χορτάρι. Μου άρεσε το όνομα «Μπέμπης». Το ποδόσφαιρο το παίζουν και το παρακολουθούν όλες οι τάξεις. Εκτιμούσα τον Σιδέρη και τον Δεληκάρη. Τώρα βλέπω Μουντιάλ. Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά στην Ελλάδα οι ομάδες μας έχουν πολλούς ξένους.