Ευγένεια έκφρασης χαρακτήρισε την ερμηνεία της Μιντόρι

Από κάθε άποψη απολαυστική υπήρξε η συναυλία των «Φεστιβαλικών εγχόρδων της Λουκέρνης», συνόλου που ιδρύθηκε το 1956 από τον Αυστριακό βιολονίστα Βόλφγκανγκ Σνάιντερχαν και τον Ελβετό αρχιμουσικό και βιολονίστα Ρούντολφ Μπάουμγκαρτνερ. Το πρόγραμμα που παρουσιάστηκε στις 27 Φεβρουαρίου στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης περιλάμβανε το Κοντσέρτο του για βιολί και τις δύο Ρομάντσες αρ. 1 και αρ. 2 του Μπετόβεν. Σολίστ ήταν η Μιντόρι.

Ευγένεια έκφρασης χαρακτήρισε την ερμηνεία της Μιντόρι

Το σύνολο έπαιξε τα έργα που προαναφέρθηκαν, αλλά και την Τέταρτη Συμφωνία του συνθέτη χωρίς αρχιμουσικό. Τα είκοσι τέσσερα έγχορδα μαζί με τα απαραίτητα πνευστά διηύθυνε από το αναλόγιό του ο εξάρχων Ντάνιελ Ντοντς, ο οποίος πέτυχε να αποδοθεί η Συμφωνία με τρόπο συναρπαστικό. Μόλις λίγες ημέρες μετά την πολυδιαφημισμένη Ενάτη του Κουρεντζή, η απουσία αρχιμουσικού αποδείχτηκε έως και λυτρωτική. Δεν υπήρχε ούτε στο ελάχιστο η αίσθηση πως κάποιος επιβάλλει την πολύ προσωπική του άποψη στο έργο. Oτι εκείνο που μετράει είναι η χειρονομία. Το ακριβώς αντίθετο. Hταν φανερό ότι οι μουσικοί γνώριζαν άριστα όχι μόνο τις νότες, αλλά κατείχαν επιπλέον το ύφος, όπως επίσης τα μουσικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Eτσι, προχώρησαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ιστορικά ενημερωμένη ερμηνεία. Μια ερμηνεία χωρίς εκζήτηση, η οποία έθετε στο κέντρο την ίδια τη μουσική.

Ιστορικά ενημερωμένες ερμηνείες, χωρίς εκζήτηση, έθεταν στο κέντρο την ίδια τη μουσική.

Δεδομένη ήταν η εξαιρετική ποιότητα του ήχου των εγχόρδων, αυτονόητος ο άριστος συντονισμός τους. Ακρίβεια και καθαρότητα χαρακτήριζαν ακόμη και τις πιο γρήγορες φράσεις του τελευταίου μέρους. Το πλέον θαυμαστό στοιχείο ήταν η άρθρωση της μουσικής, η διαμόρφωση των φράσεων, η στίξη και οι ιδιαίτεροι τονισμοί, οι οποίο τοποθετούσαν το έργο στη συνέχεια των Συμφωνιών του Χάιντν και, ταυτόχρονα, στο πλαίσιο όσων είχε συνθέσει ήδη ο ίδιος ο Μπετόβεν, έργων όπως η «Ηρωική». Υπήρχαν η δραματική ένταση και η δύναμη, αλλά εξίσου το φως και η λυρική διάθεση. Εξαιρετική ήταν ακόμα η συνεισφορά των ξύλινων, όχι μόνο στο «τρίο» του τρίτου μέρους, αλλά συνολικά, ενώ ενδιαφέρον είχε ο συνδυασμός σύγχρονων και «ιστορικών» χάλκινων, καθώς τα πρώτα (κόρνα) συνεισέφεραν ακρίβεια ενώ τα δεύτερα (τρομπέτες) τον επιθυμητό έντονο ήχο.

Τη Μιντόρι είχε υποδεχθεί το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για πρώτη φορά κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1991-92. Hταν τότε 20 χρόνων και ήδη διάσημη, καθώς είχε καταπλήξει το παγκόσμιο κοινό ως παιδί-θαύμα με τη δεξιοτεχνία αλλά και με την ευαισθησία της. Οι τρεις δεκαετίες που μεσολάβησαν δεν μείωσαν τη δεξιοτεχνική της σιγουριά, αλλά αντιθέτως προσέθεσαν στην ερμηνευτική της ωριμότητα. Βασικό χαρακτηριστικό των ερμηνειών της ήταν η ευγένεια και κομψότητα με την οποία διαμόρφωνε τις φράσεις, εστιάζοντας στην ουσία και αποφεύγοντας οποιοδήποτε εφέ. Η φυσικότητα και ο ανεπιτήδευτος τρόπος της είναι πραγματικά σπάνιες ποιότητες σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι σολίστες προτιμούν να επιβάλλονται στα έργα. Παράλληλα, η αμεσότητα της απόκρισης ανάμεσα στη σολίστ και στους μουσικούς της ορχήστρας αναμφίβολα σχετίζεται με το γεγονός ότι πολύ πρόσφατα ηχογράφησαν μαζί και τα τρία αυτά έργα του Μπετόβεν.

πηγή: «Κ»



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110