Ο Κώστας Λειβαδάς για την «Επιμονή», τον Ολυμπιακό, τον πατέρα του, το «Σαν να μη πέρασε μια μέρα»
O τραγουδοποιός Kώστας Λειβαδάς σε μια συνέντευξη στον Στέφανο Λεμονίδη, εφ όλης της ύλης, για τον πατέρα του Αλέκο που έπαιξε στον Ολυμπιακό επί Μπούκοβι, την "Επιμονή σου", την έμπνευση του στο "Σαν να μη πέρασε μια μέρα", τον Παναγιώτη Γιαννάκη.
Ποιος δεν χόρεψε το «Σαν να μην πέρασε μια μέρα», δεν τραγούδησε στο ταίρι του την «Επιμονή» και το «Πιάσε με», εκμυστηρεύτηκε «Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου, για να σε συναντήσω», έκανε άνω κάτω την ταβέρνα με «Tα παιδιά των δρόμων », σιγοψιθύρισε «Εγώ σ αγάπησα εδώ» και «Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα»;
Ε, πίσω απ’ όλα αυτά τα αγαπημένα τραγούδια βρίσκεται ο Κώστας Λειβαδάς, συνθέτης, στιχουργός και βαμμένος Ολυμπιακός. Όχι όποιος κι όποιος, γιος του Αλέκου Λιβαδά, που έπαιξε στην ομάδα του Μπούκοβι, και δεν χάνει την ευκαιρία να δει από κοντά την αγαπημένη ομάδα του στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο πόλο, στο βόλεϊ. Τον συναντήσαμε στο φιλόξενο σπίτι του στην Πεντέλη, με την Αγλαΐα Σφήκα, σύντροφό του στη ζωή, αλλά και στο Καραϊσκάκη όπου πηγαίνουν συχνά πυκνά. Κουβεντιάσαμε επί ένα τρίωρο και τελικά δεν είπαμε και πολλά... Η ζωή του είναι γεμάτη από νότες, στίχους, Ολυμπιακό και θα έπρεπε να γράψουμε βιβλίο για καλύψουμε την πολυσχιδή δραστηριότητά του. Ας είναι. Βουτάμε λοιπόν στη ζωή του σπουδαίου τραγουδοποιού με το «καράβι να σαλπάρει για τη Φολέγανδρο».
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Ο ήρωας της ιστορίας μας μεγάλωσε στην Πατησίων «στην περιοχή της Κυψέλης, Αγίου Μελετίου, απέναντι από το “Αελλώ”, με εκδρομές στο εξοχικό στην Παλιά Πεντέλη και τα καλοκαίρια στα Χανιά της μητέρας μου, μια πόλη που μαζί με την Κομοτηνή σημάδεψαν τη ζωή μου. Έπαιζα μπάσκετ στον Πανελλήνιο (και σε όλες τις αυλές των γειτονικών σχολείων ....) και... θεός μου ήταν ο Μάλαχ, με τον οποίο έχω ακόμη επαφή. Και φυσικά ο Γκούμας, που ήταν φίλος του πατέρα μου. Και τον Αλέφαντο να μου λέει “Κωστάκη, για να δω τα χεράκια σου, δυνάμωσαν;”. Και φυσικά βόλτες στη Φωκίωνος Νέγρη, αφού πήγαινα σχολείο Αχαρνών και Μελετίου, στο 19ο ».
Η μουσική πώς πρoέκυψε, υπήρχαν οικογενειακές ρίζες;
Από δύο λόγους. Οι γονείς μου ήταν συλλέκτες και ακροατές, μεγάλωσα στη σκιά του πατέρα μου που άκουγε λαϊκό και της μάνας μου του ελαφρού ρεπερτορίου και του ροκ εν ρολ. Ακούγαμε τα πάντα στο πικ απ έπιπλο της Grundig. Αλλά και του αδελφού μου, του Πάνου, που ήταν με τα ρεύματα της εποχής, ντίσκο, new wave, punk και ανεξαρτητα και είχε μεγάλη και πολυ σφαιρική συλλογή δίσκων.
Ο δεύτερος λόγος ήταν οι οικογενειακοί φίλοι, ο Κώστας Κλάβας (συνθέτης) που με προέτρεψε να μάθω πιάνο και θεωρητικά από μικρός και ο Γιώργος Κινδύνης (έφορος στην Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι και μια ζωή στη βιόλα στις ορχήστρες του Μάνου )
Πρώτη απόπειρα;
Το εφηβικό γκρουπ «Υπνοβάτες», με τους οποίους παίζαμε σε Μαρούσι, Κυψέλη, Καλλιθέα, Νέα Πεντέλη, όπου και υπήρχε το γκαράζ που κάναμε πρόβες απεριόριστα και δεν ενοχλούσαμε. Το 2017 μάλιστα κυκλοφορήσαμε το cd «Χαμένη Εκδρομή», γεροντοφρικιά πλέον, με το ένα μέλος να παίζει από τον Καναδά. Στην Κυψέλη έβλεπα συχνά τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που έμενε στην Κεφαλληνίας, μια εντυπωσιακή φιγούρα, θεό για τα εφηβικά μας χρόνια.
Πρώτη πόλη-σταθμός;
Η Κομοτηνή, όπου είχε υπηρετήσει με δυσμενή μετάθεση ο πατέρας μου γιατί μια μέρα στη λέσχη του Ολυμπιακού έκαναν πλάκα για τη χούντα μαζί με τον Μποτίνο και τον μετέθεσαν από το Χαϊδάρι. Από το γινάτι του στρατιωτικού επιτρόπου . Εκεί γνώρισα τη μαγεία της Θράκης και μαζί τον εαυτό μου. Έμενα στη Βενιζέλου, πάνω από το ζαχαροπλαστείο «Βασδέκης». Εκεί κατάλαβα ότι είμαι καλλιτέχνης, χάρη στην ποιητική διάσταση της πόλης, την εποχή όπου πήγαινες 14 ώρες ταξίδι με το ΚΤΕΛ. Λόγω της απουσίας κινητών δεν μας ζάλιζε κανείς. Εκεί γνώρισα στο δισκοπωλείο «Κύτταρο» τον Θανάση Γκαϊφύλλια. Ήταν μια όαση, ακούγαμε μουσική, μας πρότεινε τραγούδια ο Θανάσης και περνούσαμε μαγικά. Αργότερα μάλιστα επιμελήθηκε τον δίσκο «Επί πτυχίω» όπου έγραψα το ομώνυμο τραγούδι και συμμετείχαν καλλιτέχνες που σπούδασαν στην Κομοτηνή, όπως ο Λαζόπουλος, ο Ξυδιάς, ο Οικονόμου, ο Λαγγουρέτος και άλλοι. Έγραψε στίχους με ψευδώνυμο ο τότε πρύτανης του ΔΠΘ και μετέπειτα υπουργός Γιάννης Πανούσης. Έμαθα πολλά δίπλα στον Γκαϊφύλλια, ήταν ο σωτήρας μου.
Δεύτερη πόλη;
Τα Χανιά όπου υπήρχε ένα ξακουστό τζαζ μπαρ-μύθος, το «Fagottο» του Πέτρου Ζορντού. Πήγα να ακούσω κάτι Γερμανούς που δεν ήρθαν τελικά και ακύρωσαν και ένας από την παρέα με προέτρεψε «παίξε μας στο πιάνο». Κι εκεί που έπαιζα που λες Χατζιδάκι, αποβιβάζονται από ένα λεωφορείο 35 Γάλλοι τουρίστες και ακούμε τον έναν να λέει σε σπαστά ελληνικά «α, χάρτινο το φεγγαράκι» και μπήκαν μέσα. Τότε μου κάνει νόημα ο ιδιοκτήτης «μην τολμήσεις και σηκωθείς». Το ένστικτό του τον οδήγησε να μου δώσει χρόνο, να μάθω ρεπερτόριο και να παίζω 4,5 ώρες τη μέρα. Εκεί ένιωσα ότι το έχω και μπορώ να συνεχίσω
Επιστροφή στην Αθήνα.
Συνάντησα στο ιστορικό «Blue bar» στο Χαλάνδρι τον Γιώργο Δημητριάδη και τόλμησα να του μιλήσω. Μόλις είχε βγει ο δίσκος τους «Αφορμή για ανταρσία» και εγώ είχα κρατήσει το τραγούδι «Είμαι ακόμη ζωντανός»απο την εποχη των Υπνοβατων και μου ζήτησε να το ακούσει. Το 1995 στο περιοδικό «Ήχος» ο Γιώργος Νοταράς το περιέλαβε στα δέκα καλύτερα της χρονιάς . Σημαντικό ρόλο στη ζωή μου έπαιξε ο Ξενοφών Ραρράκος, που δούλευε στον Αθήνα 9,84 και εδω και 30 σχεδόν χρόνια στον Μελωδία και έκανε σκάουτινγκ σε νέα ταλέντα για λογαριασμό της Sony! Άκουγα απο παλιά ,την εκπομπή του «Την πρώτη φορά που είδα το πρόσωπό σου» και ενθουσιάστηκα ! Ακούγαμε φυσικά απο πολύ μικροί, πολύ Γιάννη Πετρίδη και Γιώργο Παπαστεφάνου. Πήρα λοιπόν τον Ξενοφώντα να τον ευχαριστήσω που έπαιζε το τραγούδι μου και κουβέντα με την κουβέντα ένα χρόνο μετά έκανε την παραγωγή στον πρώτο μου προσωπικό δίσκο «Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα», όπου υπήρχε και το «καράβι για τη Φολέγανδρο». Έπαιζε ο Οδυσσέας Τσάκαλος (έκανε και τις ενορχηστρώσεις ),από τους Φατμέ και δύο μέλη από τους Απροσάρμοστους, καθώς και πολλοί άλλοι σημαντικοί μουσικοί και καλεσμένοι .
Και φτάνουμε το 1998 στο «Σαν να μην πέρασε μια μέρα».
Ήταν Γενάρης και συχνάζαμε στον «Λώρα» στην πλατεία Μαβίλη, όταν είδα την πρώην μου, την ηρωίδα μου στο τραγούδι «καράβι για τη Φολέγανδρο». Μετά πήγαμε στο ζαχαροπλαστείο «Flower» όπου έγραψα σε μια χαρτοπετσέτα ό,τι ακριβώς έγινε. Το πήγε ο Δημητριάδης στη Virgin και το κυκλοφόρησαν όλο το δίσκο ο Πετρίδης με τον Ζουγρή.Απίστευτη δεν είναι η ζωή;
Και από εκεί ξεκίνησε η ξέφρενη πορεία.
Πράγματι, ακολούθησε με Ανδρέου- Τσαλιγοπούλου το cd «Αλλάζει κάθε που βραδιάζει», με το «Πιάσε με», ο πρώτος χρυσός δίσκος μου. Έκανα δίσκο και με τον Σταύρο Λογαρίδη, που ήταν ο ήρωάς μου, το «Μια βουτιά στην αγάπη».Λίγο πριν είχε βγει το "Για να σε συναντήσω με τον Λιδάκη .
Είναι βιωματικά τα τραγούδια σου;
Γράφω για την ψυχή μου. Εντάξει, είμαι story teller και γράφω κι αυτά που συμβαίνουν σε άλλους. Φιλτράρω τις στιγμές. Κορυφαία στιγμή το 2003 με «Τα παιδιά των δρόμων », «Εγώ σε αγάπησα εδώ», ενώ το 2006 κυκλοφόρησε και ο ολόκληρος δίσκος που κάναμε με την Τσαλιγοπουλου "το Κάθε τέλος και αρχή" ,με το τραγούδι "Είναι εντάξει μαζί μου" να ακουγεται παντού,τον αφιερώσαμε τον δίσκο στον Παναγιώτη Γιαννάκη, θα σου πω γιατί.
Πάμε σε μια κουβέντα foot and roll, ποδοσφαίρου, αθλητισμού και ροκ εν ρολ.
Μόλις είχα συνέλθει λοιπόν από τη νίκη της Εθνικής μπάσκετ επί της Γαλλίας στο θρυλικό ματς «βάλ’ το, αγόρι μου» και ανατρίχιασα όταν άκουσα τον Παναγιώτη Γιαννάκη να αναφέρεται στους στίχους από τα «Παιδιά των δρόμων». Να λέει «χωρίς την πίστη της παρέας, καθένας, ένας είναι κι ορφανός». Έβαζε το βίντεο του τραγουδιού στις προπονήσεις της ομάδας, για να τους εμφυσήσει τη σημασία της παρέας. Μετά λοιπόν όταν βγήκε το «Κάθε τέλος και αρχή» το αφιερώσαμε στον Παναγιώτη Γιαννάκη ανταποδίδοντας. Έχω γράψει πολλά τραγούδια εμπνευσμένος από τα σπορ, το «Όχι μπάλα στο σαλόνι» φυσικά που δεν λείπει από τις παραστάσεις μου ποτέ, ενώ έχω γράψει και ποιήματα με αναφορές σε αθλητές και αθλητικά γεγονότα. Είναι ακόμα ακυκλοφόρητα. Έχω ένα ποίημα για μια απόκρουση του Όμπλακ με την Ατλέτικο Μαδρίτης και για τον Ο’ Σάλιβαν που έπαιζε σνούκερ λες και σταμάτησε ο χρόνος. Πολλά.
Πάμε στην τεράστια επιτυχία, την «Επιμονή», που είναι ύμνος των σχέσεων όπου ο ένας επιμένει και πολεμάει να κρατήσει τη σχέση.
Είχα επί μια δεκαετία στις σημειώσεις μου τη φράση «Η επιμονή». Με απασχολούσε ,και ο τίτλος ξέρεις είναι πολλές φορές το μισό τραγούδι Τελικά έγραψα τον ύμνο «Η επιμονή σου» για να αποκαταστήσω την αρετή της επιμονής, που δεν έχει καμία σχέση με την υπομονή. Ο έρωτας δεν στέκεται χωρίς επιμονή. Ο καλοπερασάκιας της σχέσης πρέπει να κοιτάξει πέρα από τη βολή του, να μη λέει στον άλλον «με πιέζεις, με πρήζεις», να αφεθεί και να δουλέψει στη σχέση. Να συνοδηγεί την κούρσα. Έγινε ύμνος και των ξενιτεμένων της κρίσης.
Από πού πηγάζει αυτό;
Από τους στίχους
«Αν είναι κάτι που με κράτησε απ’ τα ξένα
Αυτό το φως που δεν υπάρχει σ’ άλλη Γη
Κι αυτή αγάπη μου η ίδια επιμονή σου
Να μοιραστούμε αυτά τα σύννεφα μαζί
Να μοιραστούμε αυτή τη θάλασσα μαζί».
Και σε υπερθετικό βαθμό -κάτι που δεν είχα φανταστεί ποτά και με συγκινεί αφάνταστα των ανθρώπων με χρόνια προβλήματα υγείας με τους παρακάτω στίχους:
«Αυτή η ατέλειωτη η γλύκα σου πώς με τραβάει να ‘ξερες
Να περπατήσω δίπλα σου με θάρρος στη ζωή
Αυτή η ατέλειωτη η δίψα σου για της ζωής το άγνωστο
Τι μου ‘χει δώσει να ‘ξερες και πού να φανταστείς
Αγάπη μου τρελή να με ζητάς μην κουραστείς».
Μετά από χρόνια όταν μίλησα στο αθλητικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης libero, μου είπαν ότι ήταν το τραγούδι της καμπάνιας με το οποιο ενωσαν δυναμεις για να εγχειριστεί το γρηγορότερο, ένα κοριτσάκι που είχε χτυπηθεί από τον καρκίνο, ήταν κόρη ενός υπέροχου ανθρώπου ,πολύ αγαπητού. Ψυχή της κερκίδας του Ηρακλή.της πρώτης μεγάλης ομάδας που έπαιξε ο πατέρας μου !Δεν μπορείς να φανταστείς τη συγκίνηση μου, και το κυριότερο ,το παιδί είναι πολύ καλά από τότε !
Ζήλεψες τραγούδια άλλων, που θα ήθελες να γράψεις εσύ;
Πολλά. Τις «Μέλισσες» του Καζαντζή, τόσα πολλά του Κραουνάκη, του Πορτοκάλογλου, των Κατσιμιχα την «Ατέλειωτη εκδρομή» του Γκαϊφύλλια. Που να πάμε και στα παλιότερα...
Νέα δουλειά;
Το άλμπουμ «Περιοδεία Εντός», το δέκατο προσωπικό, που περιλαμβάνει τα ήδη αγαπημένα «Όσο δεν είμαστε μαζί», «Σαν το νησί του καθενός», «George Floyd» και «Αν εμείς χωρίσουμε», με τη φιλική συμμετοχή του σπουδαίου στιχουργού Κώστα Φασουλά καθώς και της νεότερης Αγλαΐας Σφήκα. Περιοδεία εντός θα πει αρχίζω πάλι από την αρχή, περνάω μέσα μου ξανά από όλες τις μεγάλες μου αγάπες και εντοπίζω ξανά αυτά που με σημάδεψαν και με διαμόρφωσαν… Σερφάρω μέσα μου ακολουθώντας το πνεύμα των μεγάλων μου ηρώων και των πολύ δικών μου ανθρώπων, στο ποτάμι της μουσικής και του τραγουδιού, εκεί όπου καμιά εξωτερική συνθήκη δεν μπορεί να με απειλήσει.
Η πολυσχιδής φύση του δεν περιορίζεται στα τραγούδια, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς, καθώς γράφει και παίζει τη μουσική ζωντανά μαζί τους για το χοροθέατρο της Δαγιπολης , μουσική και τραγούδια για τον κινηματογράφο όπως στην ταινία «Πρώτη φορά μόνος», για την τηλεόραση «Αστυνόμος Μπέκας», τελευταία ξανά για το θέατρο «Θείος Βάνιας» για το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, τον «Συμβολαιογράφο» με την Ηρώ Μανέ, «Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις» στο Μεταξουργείο, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολάρι. Δεν έχουν τελειωμό οι δουλειές του.
Ας περάσουμε στο ποδόσφαιρο και στον πατέρα σου Αλέκο Λιβαδά (το ει προστέθηκε στο όνομα του Κώστα για καλλιτεχνικούς λόγους).
Έπαιζε στον Άφοβο στα Σεπόλια, από εκεί πήγε στον Ηρακλή, μετά στον Ολυμπιακό του Μπούκοβι, στον Πανηλειακό με προπονητή τον Νεστορίδη και σταμάτησε σε ηλικία 27 χρόνων μετά από σοβαρό τραυματισμό. Είχα την τιμή και τη συγκίνηση ο Αεκτζής Θοδωρής Γκόνης, σημαντικός στιχουργός να γράψει ένα τραγούδι για τον πατέρα μου και το ατύχημα και το μελοποίησα εγώ. Τον ήξερε παλιά από τα χαρτάκια και αργότερα γνωρίστηκαν καλά. Το τραγούδι λέγεται “Το μόνο που με ρώτησε” και χωρίς να δίνει πολλές εξηγήσεις, τα λέει όλα για τη σχέση του με τον πατέρα μου.Όλη η οικογένεια από τον λόφο Σκουζέ ήταν Παναθηναϊκοί με πρώτο και καλύτερο τον θείο Βαγγέλη, που υπήρξε αθλητής στίβου και έβλεπαν όλα τα σπορ. Μαζί πάντα Ο πατέρας ήταν εξτρέμ στον Άφοβο με πολλά γκολ, μετά σπούδασε στο Φυσικομαθηματικό Θεσσαλονίκης και έπαιξε στον Ηρακλή, ενώ ο Μπούκοβι τον έκανε δεξί μπακ, μοντέρνο μπακ για να πηγαίνει πάνω κάτω όλη την πλευρά.
Δεν ξεπέρασε ποτέ τον Μπούκοβι και τον Λάντος. Και είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Θανάση Μπέμπη που τον αποκαλούσε «αρχηγό». Τελευταία φορά τον είδα στον γάμο του Τάκη Λεμονή, στον Άγιο Αιμιλιανό, μαζί με τον Κοτρίδη και ο πατέρας μου έκανε σαν μικρό παιδί που τον συνάντησε. Θα μπορούσε να πάει στον Παναθηναϊκό, μόλις είχε φύγει ο Ανδρέου και θα ήταν βασικός, αλλά προτίμησε τον Ολυμπιακό γιατί ήταν Ολυμπιακός.
Στο τέλος Ιουλίου 1965 έγραφε τη μια μέρα η «Αθλητική Ηχώ» ο Μπελλης και ο Λιβαδάς στον Παναθηναϊκό και την άλλη το «ΦΩΣ» οι Ζαντέρογλου και Λιβαδάς στον Ολυμπιακό. Από τριών χρόνων έμαθα από τον πατέρα μου ότι πρώτα υπήρχαν ο Θρύλος, τα γκολ και μετά όλα τα άλλα. Φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού ο πατέρας μου κι όταν περνούσαμε με το αυτοκίνητο έξω από τη Λεωφόρο, πάντα κρατούσα το χέρι του για να μην το σηκώσει και μουντζώσει.(χα, χα, χα γέλια ) Ο Μαντζαβελάκης προσπάθησε να τον μεταπείσει εκείνη την εποχή, μαζί με τον θείο μου, του έδινε μόνιμη θέση στην ενδεκάδα, αλλά είχε εμμονή «θέλω να πάω στον Ολυμπιακό» και δεν το μετάνιωσε. Μάλιστα τον συνόδεψε ο θείος μου για τις υπογραφές στον Πειραιά.
Παρακολουθείς όλα τα σπορ;
Ναι, και για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν τουρίστας που συνδύαζε πάντα τα ταξίδια με συναυλίες η αγώνες! Ταξίδεψα και για να δω τέννις.Ο σπόρος είχε μπει από τις θρυλικές μονομαχίες Έβερτ-Ναβρατίλοβα, Μποργκ-ΜακΕνρό, Λεντλ-Έντμπεργκ, στο Γουίμπλεντον, και στο Ρολαν Γκαρος
Ποδόσφαιρο;
Καταλαβαίνω αυτούς που αγαπούν το παιχνίδι. Σημαίνει πολλά για τους φιλάθλους και έγινα φανατικός του ρομαντισμού ,όπως ο πατέρας μου. Ο καημός μου είναι να περάσει το ποδόσφαιρο ως μέρος του λαϊκού πολιτισμού μας. Όπως στην Αγγλία που οι γιαγιάδες πηγαίνουν στο γήπεδο. Ξεκίνησαν από μικρές και για 50 χρόνια ακολουθούν τις ομάδες τους. Είχα πάει στο Λονδίνο για συναυλία και παρότι είμαι Λίβερπουλ ένιωσα ανατριχίλα όταν πήγα στο «Ολντ Τράφορντ» και είδα Γιουνάιτεντ - Έβερτον με Μουρίνο και Κούμαν προπονητές . Τσακωνόμουν επίσης στην εξέδρα όταν μερικοί έπιαναν χωρίς σεβασμό τον Τζόρτζεβιτς στο στόμα τους. Θεός μου ο Ίβκοβιτς.
Πηγαίνεις ακόμη στο γήπεδο;
Βέβαια. Είδα το τελευταίο ματς με τη Λαμία στο Καραϊσκάκη, το τελευταίο της χρονιάς. Για να ακούσω και τα κάλαντα της Θύρας 7 που θυμίζουν... κολέγιο. Όλα τα βλέπω, θα ήθελα να βλέπω πιο πολύ πόλο. Υποστηρίζω πάντως όλες τις ομάδες που έπαιξε ο πατέρας μου, τον Ηρακλή, τον Πανηλειακό, και πηγαίνω κάθε χρόνο στην κοπή της πίτας του Άφοβου. Θαύμαζα την ομάδα που έκανε ο Βαγγέλης με τους Γκιγιέρμε, Τσιμίκα, Ποντένσε. Αλλά και για τη σημερινή ομάδα είμαι υπερήφανος. Είμαι της άποψης ότι την ομάδα τη στηρίζουμε είτε παίζει με την Μπάγερν είτε με ομάδα Δ’ Εθνικής. Και στα εύκολα και στα δύσκολα. Θα προτιμούσα και τον παλιό ύμνο «φευγάτε από εμπρός, στο γήπεδο μπαίνει ο Ολυμπιακός».
Το ίδιο μου έλεγε και ο αείμνηστος Θόδωρος Νικολαΐδης «πέσ’ τους να παίζουν τον παλιό ύμνο “φτερά στα ποδάρια, καρδιά μες στα στήθια που ‘δώσαν θριάμβους σαν παραμύθια”».
Πράγματι, αυτός είναι ο ύμνος.
Μαλώνεις με καλλιτέχνες που υποστηρίζουν άλλες ομάδες;
Με τον Δημητριάδη δεν μπορώ να συζητήσω ούτε τρία λεπτά, είναι πολύ Παναθηναϊκός. Ο Γιάννης Πετρίδης, ο μέντοράς μας, είναι πιο διαλλακτικός, αγαπάει το σπορ, το παιχνίδι. Δέχομαι το αντίπαλο δέος, αυτούς που στηρίζουν την ομάδα τους βρέξει χιονίσει. Μια φορά μάλωσα και με τον Πασχαλίδη που είναι ΑΕΚ. Τα οικογενειακά τραπέζια εξάλλου πάντα κατέληγαν σε καβγάδες ανάμεσα στον πατέρα μου και στον θείο.
Πιστεύω σε αυτό που είπε ο Σάνκλι «Το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι κάτι απείρως πιο σοβαρό». Οι προσδοκίες, οι καημοί, όλη η ύπαρξη και η εκτόνωση μιας πόλης. Είμαι παλαιομοδίτης, ρομαντικός, με τον Τζέραρντ και τον Τότι που όλη τη ζωή τους έπαιξαν με μια φανέλα. Με επηρέασε και η γενιά του πατέρα μου που ήταν όλοι κοντά μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι που τηλεφώνησαν με τον θάνατό του ήταν ο Αντωνιάδης και ο Κωνσταντινου που συνυπήρξαν στην Ενόπλων. Όπως ήταν πάντα κοντά με τον Σοφιανίδη, τον Σταματιάδη ,άλλες γενιές Το ότι ένας αθλητής παλεύει και βελτιώνεται είναι και ποιητικό συνάμα. Είναι αυτή η αδιάκοπη αναμέτρηση με τον εαυτό του και μια μάχη παράλληλα για να αλλάξει τη μοίρα του και της οικογένειας του. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό .Σέβομαι πολύ τους αθλητές .
Ο πατέρας σου παρακολουθούσε τον Ολυμπιακό και μετά τη λήξη της καριέρας του;
Δυσκολευόταν. Όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός έφευγε. Θυμάμαι με τη Βέρντερ βγήκε να περιποιηθεί τον κήπο. Όταν ισοφαρίσαμε, του έκανα νόημα 1-1, το αντιμετώπισε με ικανοποίηση, στο 1-2 τού έκανα με τα δάχτυλα «2», πίστεψε ότι έβαλε δεύτερο η γερμανική ομάδα και μου είπε «γιατί μου το κάνεις αυτό;».
Με τους Παναθηναϊκούς πώς τα πας;
Είμαι ευγενής με τον Παναθηναϊκό, παρότι δέχθηκα μπούλινγκ από την οικογένεια και η γιαγιά μου άναβε καντήλια να κερδίσει ο Παναθηναϊκός,.. Τους αντιμετώπιζα όταν έπαιζαν στο εξωτερικό ως φιλέλληνας. Τελευταία όμως έχω δεχτεί πολύ… πράσινο δηλητήριο και είμαι πια αμείλικτος. Ο θείος μου για παράδειγμα με πήρε τηλέφωνο και μου έκανε καζούρα που χάσαμε από τον Λεβαδειακό. Να πούμε και για δυο Ολυμπιακούς που αγαπήθηκαν από τον πατέρα μου. Τον συγκινητικό Γιώργο Ρωμανό, τον μοναδικό δημιουργό και τραγουδιστή, με τον οποίο έχουμε ζήσει ανεπανάληπτες στιγμές. Με απίθανα σχόλια και γέλια. Και τον χορογράφο Γιώργο Χρηστάκη, που βρέξει χιονίσει ήταν στο γήπεδο με ερυθρόλευκο αμαξίδιο. Μάλιστα το βράδυ που φέραμε 0-0 με την Μπαρτσελόνα, κάτσαμε απ έξω μαζί, μόνο και μόνο για να νιώθουμε την ατμόσφαιρα και σε κάθε αντίδραση της εξέδρας έμοιαζε να υποχωρεί το κρύο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ