Γιώργος Κοντραφούρης: Η Μελωδία του Ολυμπιακού!

Από τους κορυφαίους πιανίστες και «οργανίστες» της κλασικής και τζαζ μουσικής στην Ελλάδα, ο Γιώργος Κοντραφούρης μιλά στο «ΦΩΣ» για τους μεγάλους έρωτες της ζωής του. Ο ήχος στο ΣΕΦ τον συνεπαίρνει όσο η πρωτοποριακή ιδέα του για την προώθηση των μουσικών ταλέντων της χώρας…

Γιώργος Κοντραφούρης: Η Μελωδία του Ολυμπιακού!

Τον έχουν πει «Τζίμι Χέντριξ» της ελληνικής τζαζ σκηνής, όταν μαγεύει το κοινό με το «χάμοντ όργανο». Τον φωνάζουν «δάσκαλο», γιατί σε όλη την πορεία του ενδιαφέρεται να μαθαίνει στους νεότερους όσα ο ίδιος έμαθε και να διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στην Ακαδημία «Σιμπέλιους» στο Ελσίνκι, σε διάφορα σεμινάρια ανά τον κόσμο. Είναι ένας μάνατζερ της μουσικής: με την ιδέα που εμπνεύστηκε για το «Baby Trio», γίνεται ο ίδιος προπονητής νέων αστεριών και όταν τα ετοιμάζει, βρίσκει άλλα στη θέση τους! Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ο «Φούρης». Έτσι τον φωνάζουν από χρόνια όλοι οι φίλοι και οι συνεργάτες του. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές του. Ο Γιώργος Κοντραφούρης… Ένας εκπληκτικός μουσικός ~υπέροχη εμπειρία η ακρόαση της δουλειάς του~, ένας ανοιχτός και καλόκαρδος άνθρωπος. Μια ιδιαίτερη συνέντευξη στο «ΦΩΣ», απολαυστική ~σας δίνω τον λόγο μου~ όσο και οι παραστάσεις του…

Ξεκίνησε από την παιδική ηλικία του με μαθήματα πιάνου στο Εθνικό Ωδείο και ανέπτυξε τόσο πολύ το ταλέντο του, με θάρρος στις επιλογές του. Με παρουσία μπροστά στο κοινό σε μεγάλες συναυλίες, προτού καν ενηλικιωθεί. Έπαιζε μπάσο στα 16 του, στο Φεστιβάλ του Ρήγα Φεραίου στα Εξάρχεια, με τους «Εναλλάξ» του Νίκου Καλλίνη. Λίγο πριν ανεβεί στη σκηνή ο Παύλος Σιδηρόπουλος

Η πορεία του στη μουσική ήταν διαρκώς ανερχόμενη και συνεχίζει. Με πνεύμα έτοιμο για κάθε νέα εμπειρία και πρόοδο. Με διάθεση για μάθηση για τον εαυτό του και για τους φοιτητές του. Έχει συνεργαστεί στην καριέρα του με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Για όλους ο «Φούρης»είναι ένας μουσικός απόλυτης εμπιστοσύνης στη δουλειά τους και ένας αγαπημένος τους άνθρωπος. Έχει γράψει και ποίηση παλιότερα, κάποια έργα του έχει απαγγείλει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Στο εξωτερικό είναι διάσημος στον χώρο του. «Μέχρι σήμερα ο Γιώργος Κοντραφούρης έχει συνεργαστεί με πλήθος σπουδαίων μουσικών της ελληνικής και της διεθνούς τζαζ σκηνής: Mark Johnson, Arild Andersen, Marcus Stockhausen, Louisiana Red, Andy Sheppard, Ralph Peterson Jr., Bob Brozman, Carla Cook, Alvester Garnett, David Liebman, Houston Pearson, Eric Alexander, Lou Donaldson, Deborah Davis, Benny Golson, Tim Hagans, Carmen Lundy και με τη Sheila Jordan ανάμεσά τους» διαβάζω στον πρόλογο του Ιλάν για μια συνέντευξη στην «Αυγή», πριν από ένα χρόνο. «Ο αγαπημένος όλων “παραμυθάς”, ο ανεξάντλητος Γιώργος Κοντραφούρης». Έτσι τον υποδέχθηκε σε εκείνη τη συνέντευξη, τον Σεπτέμβριο του 2019, συμπληρώνοντας: «Από ένας καλός μαθητής του αλησμόνητου Μάρκου Αλεξίου και απόφοιτος του Εθνικού Ωδείου, είχε γίνει ένας περιζήτητος δάσκαλος της νέας γενιάς τζαζ μουσικών».

Αυτή είναι η αντιμετώπιση και ο σεβασμός που νιώθει ο Γιώργος Κοντραφούρης απ’ όσους μπορούν να καταλάβουν καλύτερα από τον μέσο ακροατή και το ευρύ κοινό την αξία της δουλειάς του στη μουσική. Έχει κάνει δισκογραφία, επανεκδόσεις βινυλίων, αλλά όλη η μαγεία βρίσκεται στην ένταση των πλήκτρων στις συναυλίες του. Ας τον υποδεχθούμε κι εμείς με στιλ αθλητικό, καθότι μέσα στις βασικές ασχολίες της καθημερινότητάς του είναι το τρέξιμο (με συμμετοχή και σε μαραθωνίους ή αγώνες μεγάλων αποστάσεων), για να μιλήσουμε, σε… μίξη, για τη μουσική και για τον Ολυμπιακό! Γεννημένος στα Ταμπούρια, το 1967, τι άλλη ομάδα θα μπορούσε να υποστηρίζει;

«Ολυμπιακός είμαι φυσικά, αλλά άκου πώς έγινα. Ο πατέρας μου ΑΕΚτζής. Και ο αδερφός μου ΑΕΚ! Ολυμπιακός ήταν ο αδερφός της μητέρας μου. Κι επειδή ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και ταξίδευε, ο θείος μου με έντυνε με την εμφάνιση του Ολυμπιακού, με φωτογράφιζε και την έστελνε στον πατέρα μου για να τον πειράζει. Έτσι, όμως, εγώ έγινα Ολυμπιακός. Κάτω από το σπίτι μας μένει και ο Ηλίας Υφαντής, αυτή η μεγάλη δόξα του ποδοσφαίρου και του Ολυμπιακού. Με επηρέασε και αυτή η γνωριμία… Δυστυχώς έχασε πρόσφατα τον γιο του, τον οποίο ήξερα πολύ καλά. Λυπηθήκαμε όλοι πάρα πολύ…».

Γήπεδο, δηλαδή, από μικρός;

Περισσότερο στο μπάσκετ. Στο ποδόσφαιρο, όχι. Μου άρεσε πάντα πιο πολύ το μπάσκετ, έχω δει μεγάλες ομάδες του Ολυμπιακού από κοντά, πήγαινα από παιδί στο «Παπαστράτειο». Και τώρα πηγαίνω πολύ συχνά στο ΣΕΦ, πήρα και τη γυναίκα μου μια φορά με την Μπαρτσελόνα και χάσαμε με τον Ναβάρο και τους άλλους… Μου έλεγε «τι με έφερες;» (γέλια…)

Θα τα πούμε για το μπάσκετ και τον Ολυμπιακό, απλά πάντα ήθελα να ρωτήσω έναν μουσικό για τη γοητεία που έχει στο δικό του αυτί ο ήχος του γηπέδου…

Όταν είμαι στο ΣΕΦ είναι σαν να ακούω το όργανο! Σαν μουσική από το χάμοντ που παίζω. Είναι πανζουρλισμός, είναι ένας υπέροχος ήχος πραγματικά. Αυτή η ατμόσφαιρα, τα τραγούδια, τα συνθήματα, είναι κάτι μοναδικό.

Το «χάμοντ όργανο» είναι κάτι που ήρθε μετά το πιάνο. Πόσο διαφορετικό είναι σε «συναίσθημα» για τον καλλιτέχνη να πάει από ένα μέσο κλασικής σε ένα ηλεκτρονικής μορφής; Και τελικά πόσα όργανα ξέρεις να παίζεις;

Στο πιάνο υπάρχει μεγαλύτερη παλέτα έκφρασης, το όργανο είναι διαφορετικό, πιο έντονο, σε φανατίζει περισσότερο. Η κλασική παιδεία ήταν στο πιάνο, αυτό δεν αλλάζει ποτέ, απλά τώρα είναι πιο διαφορετικά τα πράγματα, έχουν μεγαλύτερη μίξη οι μουσικές. Παίζω μπάσο και έχω παίξει και τρομπόνι. Ξέρω και λίγο ντραμς.

Σαξόφωνο; Ο πιο αδαής αυτό το όργανο φέρνει ίσως στο μυαλό του όταν ακούει για τζαζ…

Όχι, σαξόφωνο ποτέ. Δεν ήταν ποτέ κάτι που το είχα.

Η Φινλανδία «μπήκε στη ζωή σου» λόγω της παράδοσης που έχουν οι Σκανδιναβοί στα «δικά σου» είδη μουσικής;

Ναι, είναι αλήθεια ότι έχουν μεγάλη παράδοση, γνωρίστηκα και με έναν πολύ καλό σαξοφωνίστα, πήγα εκεί και πραγματικά είναι μία χώρα που μου αρέσει πολύ. Γενικά, όχι μόνο για τη μουσική και όσα συμβαίνουν εκεί γύρω από αυτή. Πηγαίνω συχνά, τώρα με το «λοκντάουν» έμεινα λίγο μακριά, αλλά θα ξαναπάω πολύ σύντομα. Είναι και η Ακαδημία εκεί που κάνω κάποια μαθήματα…

Διδάσκεις και εκεί, όπως και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Τζαζ. Και σεμινάρια σε άλλα μέρη. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο που μαθαίνουν οι φοιτητές αναλόγως με τη χώρα τους; Ή και διαφορά στα όνειρά τους;

Όχι, καμία. Είναι ίδιος ο τρόπος και ίδια η ανταπόκριση. Και οι ίδιες δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν, αλλά δεν έχει να κάνει με τη χώρα.

Η ιδέα της δημιουργίας του «Baby Trio» πότε ξεκίνησε και πόσο σκοπεύεις να το συνεχίσεις;

Άρχισε το 2008 και θα συνεχιστεί όσο υπάρχουν καλοί νέοι μουσικοί που μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους στον χώρο. Τώρα είμαστε στην 8η βερσιόν. Φτιάχνουμε ένα τρίο με όργανο, κιθάρα και ντραμς και το όριο είναι τα 25 χρόνια. Μετά το αρχίζουμε πάλι με παιδιά νεότερης ηλικίας. Έβλεπα μικρά παιδιά με ταλέντο στη Φινλανδία και έλεγα ότι θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και εδώ. Δεν ησυχάζω ποτέ με αυτό το θέμα, είναι κάτι που αγαπώ και το συνεχίζω. Μόλις είναι έτοιμοι να παίξουν μόνοι τους και να κάνουν τη δική τους καριέρα, τους… διώχνω και βρίσκω άλλους. Έχουμε κάνει αρκετές δουλειές, πέραν των εμφανίσεων και στη δισκογραφία. Εκτός από 7-8 δικές μου παραγωγές.

Η τζαζ στην Ελλάδα είναι ένα είδος που μπορεί να «εξαπλωθεί»; Πώς μπορείς να προσαρμοστείς και σε άλλα είδη;

Πάνω απ’ όλα είμαι μουσικός. Είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, αλλά και επειδή βιοπορίζομαι από αυτό μπορώ να πω ότι κρατάω τα αντανακλαστικά μου. Μπορώ να παίζω κι άλλα είδη, να συνεργάζομαι με διαφορετικά στιλ μουσικής, αλλά αυτό που με ενδιαφέρει είναι να παραμένω ο εαυτός μου. Να προσαρμόζομαι και να παίρνω κάποια διαφορετικά πράγματα στη δουλειά μου, αλλά να μην αλλοιώνομαι. Να συμφωνώ με όσα είναι να κάνουμε, αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει σε κάθε δουλειά μου.

Έχεις συνεργαστεί με σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες από διάφορα μουσικά είδη, πάντοτε στο έντεχνο περιβάλλον. Πολύ γνωστούς στο ευρύ κοινό, ας μη λέμε τώρα όλα τα ονόματα, τον Αλκίνοο, τον Σπάθα, τον Λέκκα, θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό, εκείνοι ξέρουν και ο κόσμος σε απολαμβάνει μαζί τους... Αν ζητούσα να ξεχωρίσεις κάποια ιδιαίτερη μουσική σχέση σου, ποια θα ήταν;

Είναι πολλά όσα έχουν γίνει, αλλά θα έλεγα ~έτσι, με μια πρώτη σκέψη~ την Τάνια Τσανακλίδου. Ήταν πριν από 25 χρόνια περίπου, στο «Μαγικό Κουτί», ήταν ιδιαίτερη συνεργασία. Η Τάνια είναι μια ιδιαίτερη γυναίκα άλλωστε, εκτός από την καλλιτεχνική αξία της. Κάναμε και παρέα τότε, μιλούσαμε αρκετά, ήταν κάτι ξεχωριστό.

Έχεις γράψει και ποίηση, σκέφτεσαι τη μουσική όταν το κάνεις; Το συνδυάζεις στο μυαλό σου;

Έχω γράψει, αλλά παλιότερα. Είναι κάτι διαφορετικό, δεν το συνδυάζω με τη μουσική. Τώρα πια όχι, δεν γράφω, αλλά διαβάζω πάρα πολύ. Ήμουν στον στρατό μαζί με τον συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη. Γνωριστήκαμε και είμαστε φίλοι, έχω πάρει πολλά από εκείνον για τη μαγεία του βιβλίου.

Αν έβλεπες αντικειμενικά τον εαυτό σου και τη ζωή σου, τι θα παρατηρούσες;

Γενικά είμαι ένας ήρεμος άνθρωπος. Έχω κι εγώ τις αναποδιές μου, αλλά είμαι χαρούμενος και νιώθω ευλογημένος. Κάνω το ίδιο πράγμα στη ζωή μου, αυτό που αγαπώ. Ξέρεις, στην Ελλάδα είναι δύσκολο να κάνεις το ίδιο πράγμα και να μην το μετανιώνεις. Διδάσκω σε παιδιά, κάνω πρόβες με τους πιτσιρικάδες, όπως έκανα κι εγώ στα 16 μου. Γενικά αισθάνομαι νέος άνθρωπος.

Τρέχεις κιόλας…

Ναι, τρέχω πολύ. Από μικρός μου άρεσε, αργότερα άρχισα να παίρνω μέρος σε μαραθωνίους και υπεραποστάσεις. Έχω κάνει 12 μαραθωνίους και 3 υπεραποστάσεις. Τώρα στην Αθήνα δεν θα προλάβω, αλλά θα κάνω κάποιους αγώνες στην Κέρκυρα και την Κρήτη. Είχα κόψει και το κάπνισμα ~ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά~ αλλά το ξανάρχισα ύστερα από 4,5 χρόνια. Τέλος πάντων…

Το μπάσκετ και ο Ολυμπιακός είναι, λοιπόν, μια άλλη μεγάλη αδυναμία…

Ναι, όπως σου είπα, πήγαινα από μικρός στο «Παπαστράτειο». Είχα δει εκείνη τη μεγάλη ομάδα της εποχής, με τον Γιατζόγλου, τον Μελίνι, τον Διάκουλα, τον Καστρινάκη... Σπουδαίοι παίκτες, μεγάλη ομάδα με ψυχή. Μας ενθουσίαζε. Αργότερα στο ΣΕΦ, στην πρώτη ομάδα με τον Ιωαννίδη. Εκεί ήταν πάλι ιδιαίτερα τα συναισθήματα, σε άλλο επίπεδο, μια ομάδα πάρα πολύ ανταγωνιστική διεθνώς. Με τον Πάσπαλι να κάνει εξαιρετικά πράγματα στο παρκέ.

Ο αγαπημένος σου παίκτης;

Ναι, αν έπρεπε να διαλέξω κάποιον από τους τόσο πολλούς που έχω δει όλα αυτά τα χρόνια, θα έλεγα τον Ζάρκο. Φυσικά και τον Σπανούλη. Θυμάμαι τον τελικό με τη Ρεάλ, είχαμε πάει να τους δείρουμε τους Ισπανούς (γέλια)… Αλλά είχα αγριέψει και στο εξωτερικό μια φορά, είχα βάλει στη θέση του ένα φίλο μου.

Πότε;

Ήταν ένα φεστιβάλ τζαζ που είχα πάει να παρακολουθήσω στη Λιθουανία μαζί με τον Τίμο Λάσι, έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς. Φτάνουμε στο αεροδρόμιο στο Βίλνιους και μας πάει το πούλμαν στο Κάουνας. Και μου λέει ο Τίμο, «να, εδώ είναι η πόλη του μπάσκετ». Τον αγριοκοίταξα! Μα ποια πόλη του μπάσκετ; Τι έχει κάνει η Ζαλγκίρις; Η δική μου πόλη, η δική μου ομάδα έχει πάρει τόσα Ευρωπαϊκά…Συνεχίζεις και πηγαίνεις στο γήπεδο;

Ναι και σε πιο μικρά παιχνίδια και σε ευρωπαϊκά φυσικά. Έχω διαρκείας, πάω σε ένα συγκεκριμένο σημείο πάντα στο ΣΕΦ και είναι κάτι που πραγματικά απολαμβάνω. Να τελειώσουν τώρα όλα αυτά που γίνονται με τις ομοσπονδίες και τις διαιτησίες, να ξαναπαίξουμε κανονικά στο πρωτάθλημα, να συνεχίσουμε δυνατά και στην Ευρώπη. Είναι γοητευτικό το μπάσκετ, είναι και ο Ολυμπιακός κάτι σημαντικό στη ζωή. Και ας μη με συγκινεί το ποδόσφαιρο, παρακολουθώ την ομάδα, αλλά πάνω απ’ όλα το μπάσκετ. Είναι μια πορεία ιδιαίτερη στην πορεία της ίδιας της ζωής μου…