Μια προσπάθεια εξήγησης της ανυπακοής...

Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις να μείνουμε σπίτι, είναι ακόμη αρκετοί που δεν υπακούουν... Γιατί; 

Μια προσπάθεια εξήγησης της ανυπακοής...

Η κυβέρνηση και οι επιστήμονες φωνάζουν να μείνουμε σπίτι, αλλά αρκετοί συνεχίζουν να κάνουν του κεφαλιού τους, με αποτέλεσμα να επίκειται και το μέτρο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Γιατί ο κόσμος δεν υπακούει;

Η γλωσσολόγος Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη, προσπαθώντας να εξηγήσει τη συμπεριφορά αυτή, σημειώνει: «“Ισχυρές” συστάσεις, “δραματικές” εκκλήσεις, “αυστηρές” οδηγίες… Η άμεση κατανόηση και συμμόρφωση σε οδηγίες που αφορούν στη ρύθμιση της συμπεριφοράς σε μία πρωτοφανή συνθήκη κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε σε σχέση με την πανδημία του κορονοϊού, συνδέεται ασφαλώς με το μέγεθος της ατομικής ευθύνης και σοβαρότητας του κάθε πολίτη. Θα μπορούσε να συσχετιστεί όμως και με άλλες παραμέτρους ή και εμπειρίες των παραληπτών κάθε κοινωνικού και δημόσιου λόγου. Μία από αυτές αφορά στη μακρά εμπειρία της εξοικείωσης και της κατανάλωσης δραματοποιημένων λόγων, που έχουν συγκροτηθεί από στοιχεία υπερβολής και μεγαληγορίας.

Βεβαίως στην προκείμενη περίπτωση, δεν μιλάμε ούτε για υπερβολή, ούτε για μεγαληγορία, καθώς η δοκιμασία την οποία καλούμαστε μαζικά να αντιμετωπίσουμε είναι από μόνη της υπερβολική, και η όποια στάση ανυπακοής, απάθειας, απείθειας ή και αντιδραστικότητας δεν μπορεί να είναι η ενδεικνυόμενη.

Αυτό που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα είναι ότι οι λέξεις ή κάποιες λέξεις και φράσεις δεν είχαν την απήχηση και την επίδραση που κανείς θα ανέμενε. Ίσως επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, με άλλες βέβαια αφορμές, αλλά με ένταση και μεγάλη συχνότητα, είναι μία πρώτη ανάγνωση, μία πιθανή σκέψη. Ή γιατί έρχονται σε συνέχεια εκφράσεων με μορφικά στοιχεία πληθωρισμού, όπως είναι οι ρητορικές επαναλήψεις, το στοιχείο της υπερβολής, η συστηματική χρήση των κλισέ κ.ά. Για παράδειγμα η λέξη “σοκ” χρησιμοποιήθηκε επί πολλά έτη στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο χωρίς να δικαιολογούνταν πάντα μία τόσο συχνή χρήση. Και εάν για κάποιο διάστημα προκαλούσε φόβο ή τρόμο, στη συνέχεια η υπερ–χρήση της οδηγούσε μοιραία σε μια εξασθένηση της σημασίας και επακόλουθα σε μία υποχώρηση των αρχικών αντανακλαστικών από την πλευρά των αναγνωστών/ακροατών.

Μια πληθωρική γλώσσα μπορεί να συνδέεται με την πρόκληση νοηματικών ασαφειών ή και σύγχυσης. Δεν ήταν (και δεν είναι) λίγες οι φορές που στον δημόσιο λόγο χρησιμοποιήθηκαν πολύ “ισχυρές” λέξεις και φράσεις που επεδίωκαν τη συγκινησιακή φόρτιση ή και τον εντυπωσιασμό. Η υπέρμετρη χρήση και η δραματοποίηση ωστόσο οδήγησε σε ένα ξεθώριασμα, ένα αδυνάτισμα των σημασιών ή ακόμη και σε διαστρέβλωση γεγονότων. Επιπλέον, δεν ήταν λίγες οι δημόσιες παρεμβάσεις, σε χρονικές περιόδους όπως λ.χ. με την επιβολή των μνημονίων, που μεταφέρονταν με μία “γλώσσα του φόβου”. Ο φυσικός φόβος και ο φόβος της εξουσίας, απλωμένοι στη δημόσια σφαίρα, λειτούργησαν κατά περιόδους ως μεταφορικός ιμάντας αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, καθώς η δραματοποίηση των γεγονότων ενεργοποίησε ανασφάλειες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται αντί της συλλογικής συνείδησης ο άκρατος ατομικισμός, σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή της Νομικής Σχολής, Ζ. Παπαδημητρίου.

Σε κάθε περίπτωση ο εγκλωβισμός σε δραματοποιημένους λόγους στον οποίο πιθανόν μία μερίδα των ακροατών και ως μέλη πολυειδών ακροατηρίων έχει συνηθίσει, ίσως να συνετέλεσε στο να μη ληφθούν τόσο σοβαρά υπόψη οι πρόσφατες και τρέχουσες οδηγίες των επιβεβλημένων μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό. Σχήματα του υπερθετικού βαθμού, εκκωφαντικές λεκτικές φόρμες και συναγερμικές περιγραφές μπορεί να σημαίνουν για μερικούς έναν γνώριμο, αποδεκτό και συνήθη κώδικα επικοινωνίας, τον οποίο υπάρχει ο κίνδυνος να προσπεράσουν, λόγω κορεσμού από το παρελθόν.

Εντέλει αποπειρώμαι να κατανοήσω γιατί τα κείμενα των οδηγιών δεν είχαν τον άμεσο αντίκτυπο που θα αναμενόταν, από την πρώτη κιόλας ημέρα των ανακοινώσεων των συστάσεων και των απαγορευτικών μέτρων. Ίσως είχε να κάνει με το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο, ίσως με την ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα του καθένα μας, τη σχέση με την έννοια της εξουσίας και της ηγεσίας ή και με πολλούς άλλους λόγους.

Αναρωτιέμαι εάν θα έπρεπε να αναζητήσουμε τις χαμένες δυνάμεις και περιεχόμενα των λέξεων ή να τακτοποιήσουμε από την αρχή τις τρέχουσες σημασίες τους. Θεωρώ πάντως ότι σε εποχές μεγάλων δυσκολιών, οι λέξεις ως κεντρικά εργαλεία επικοινωνίας δεν θα πρέπει να χάνουν τα συμπεφωνημένα στην κοινότητα σημασιολογικά τους φορτία. Απεναντίας πρέπει να λειτουργούν ως ασφαλή οχήματα συνεννόησης μεταξύ των μελών της ομάδας, που στα πολύ δύσκολα δεν μπορούν παρά να “συνομιλούν” σε μία γλώσσα που όλοι θα καταλαβαίνουν».

ΥΓ. Γι΄ αυτό και ίσως κατά τη γνώμη μας, το καλύτερο σποτ αυτών των ημερών ήταν του Αλέξανδρου Χαριζάνη, με το μαλ… , καθώς μίλησε στη γλώσσα του κόσμου, σε αυτή που μπορούν να καταλάβουν.