«Και τώρα, ο καιρός»

O καιρός αποτελεί θέμα επίκαιρο, πάντα: θα βρέξει δε θα βρέξει / λιακάδα ή σκοτεινιά...

«Και τώρα, ο καιρός»

Ο καιρός είναι ο πρωταθλητής του απρόβλεπτου. Αυτό τον κάνει μυστηριώδη και γοητευτικό. Ποιο «χρησμό» θα δώσει για αύριο το χάος των μετεωρολογικών μοντέλων και μεταβλητών της επιστήμης; Μυστήριο. Αντίθετα, ως θέμα συζήτησης, ο καιρός φέρει το στίγμα του πιο βαρετού, αδιάφορου, ανυπόφορου και αφόρητα μπανάλ.

«Διαφωνεί» ένα βιβλίο σατιρικό του 1946 (George Mikes, “How to be an Alien”) που, επιχειρώντας την ανατομία της βρετανικής ψυχής, ανακηρύσσει τον καιρό ως το κορυφαίο εθνικό θέμα συζήτησης, «ένα θέμα πάντα συναρπαστικό, που αντανακλά την υπεροχή του καλού Βρετανού συζητητή.» Πρέπει να είναι κανείς δεινός ρήτορας όταν κουβεντιάζει για τον καιρό στην Αγγλία, ακόμη και όταν απλώς επαναλαμβάνει τα στερεότυπα: «ωραία μέρα, έτσι δεν είναι;» «μα, δεν είναι υπέροχη;» «φρικτή μέρα, απεχθάνομαι τη βροχή, δε συμφωνείτε;» «έτσι ακριβώς δεν ήταν ο Ιούλιος του 1936;» «ή μήπως ήταν το 1928;»

Το σίγουρο, πάντως, είναι πως ο καιρός αποτελεί θέμα επίκαιρο, πάντα. Ακόμη και ο μεσογειακός άνθρωπος εννοεί να βασανίζεται καθημερινά από τα αινίγματα -θα βρέξει δε θα βρέξει / λιακάδα ή σκοτεινιά- αφήνοντας τη μετεωρολογική πρόβλεψη να ορίζει τη διάθεσή του. Κάθε μία από τις 336 μέρες ηλιοφάνειας στην Ελλάδα, τρέμουμε τη μέρα, την ώρα και τη στιγμή που ο καιρός θα επιδεινωθεί, θα υποτροπιάσει, την ώρα που θα μας φταίει «ο κακός μας ο καιρός». Λες και η καλοκαιρία είναι ο κλειδοκράτορας της ευτυχίας και της καλής διάθεσης.

Καλοί και κακοί: Το καλοκαίρι και η άνοιξη κατατάσσονται με τους καλούς κι ελπιδοφόρους, το φθινόπωρο με τους μελαγχολικούς και τους απελπισμένους, ο χειμώνας με τους κακούς και τους δυσοίωνους. Διάχυτος ο συμβολισμός στη λογοτεχνία, όπου ο καιρός, ο απρόβλεπτος κι ευμετάβλητος, δίνει χρησμούς, προμηνύματα, πρωταγωνιστεί, παρασύρει και ορίζει χαρακτήρες. Σαν μαριονετίστας, καθορίζει τύχες και συμφορές.

Στη λογοτεχνία, όπως και στην καθημερινή κουβέντα, ο καιρός, αν πέσει σε λάθος χέρια, μπορεί να γίνει μοτίβο βαρετό, αδιάφορο, ανυπόφορο και αφόρητα μπανάλ. Κάτι σαν «το απαραίτητο διαφημιστικό διάλειμμα». Αντίθετα, στα χέρια του μεγάλου συγγραφέα, ο άνεμος, η βροχή, η καταχνιά, το λιοπύρι, η χιονοθύελλα, γίνονται φαινόμενα θαυμάσια.

Ένας ακόμα σκανταλιάρης, ο Mark Twain, «έπαιξε» με τον καιρό, σκαρώνοντας ένα βιβλίο «χωρίς καθόλου καιρό» - από την αρχή ως το τέλος. Στον πρόλογο του Αμερικανού Κόμη, ο Twain σατιρίζει τις βλαβερές συνέπειες του καιρού και του μετεωρολογικού πληθωρισμού σε πλήθος άτεχνων αφηγήσεων. «Ο καιρός πρέπει να γράφεται αριστοτεχνικά και όχι ερασιτεχνικά» προσθέτει ο ΜΤ «κι, εγώ, δεν είμαι καλός σε αυτό.» Και συνεχίζει το παιχνίδι του «κολλώντας» στο τέλος του μυθιστορήματος ένα παράρτημα καιρικών αποσπασμάτων άλλων βιβλίων – ως και το «Έβρεχε στη γη συνεχώς για σαράντα μερόνυχτα» της Γένεσης - προτρέποντας τον αναγνώστη να ανασύρει από εκεί «τον καιρό» -αν και όποτε το θεωρήσει απαραίτητο- κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του Κόμη.

Έτσι είναι, σε μια μέτρια αφήγηση, ο καιρός «χαλάει». Στα σπουδαία έργα, είναι παντοδύναμος. Είναι η ίδια η ανθρώπινη περιπέτεια.

Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ - οι άγριοι ανέμοι των ψυχών που δεν ησυχάζουν, φυσούν ήδη στον τίτλο, ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμί και ο ανελέητος ήλιος που πυρώνει το Αλγέρι και το νου, ο «Μόμπι Ντικ», μια μανιασμένη καταιγίδα 1.000 σελίδων, η χιονοθύελλα στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, το «αιώνιο χιόνι» όπου ο χρόνος χάνεται και δε μένουν ανθρώπινα ίχνη όπως και στην άμμο της θάλασσας, ο «Ζοφερός Οίκος» του Ντίκενς, με βροχή, λάσπη άφθονη κι ομίχλη.

Σαίξπηρ: «Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;» (Σονέτο XVIII). Με ποιον καιρό να συγκριθεί «ο καιρός του Σέξπιρ»; «Πότε θα ανταμώσουμε ξανά εμείς οι τρεις; Με κεραυνούς, με αστραπές ή με βροχή;» ξεκινούν τον Μακμπέθ οι τρεις μάγισσες. Το «Όνειρο θερινής νύχτας» σπέρνει με τρεις λέξεις τα μάγια του καλοκαιριού. Στο «Βασιλιά Λιρ», ο Σαίξπηρ γράφει την πιο δυνατή θύελλά του, μια καταιγίδα στο ταραγμένο μυαλό του ηγεμόνα. «Φύσηξε, αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου!» Και στην «Τρικυμία», η αυλαία κλείνει με την υπόσχεση της γαληνεμένης θάλασσας, των ευνοϊκών ανέμων και της λυτρωτικής συγχώρεσης.

Διαβάζοντας, με ήλιο ή με βροχή, ζούμε μέσα στις σελίδες δυνατά την άνοιξη και τα καλοκαίρια, το χειμώνα στις ψυχές των ηρώων των μύθων, τις ανεμοθύελλες, τους κατακλυσμούς και τους κυκλώνες που σαρώνουν την ύπαρξή τους. Κατά τα άλλα (εκτός εάν είστε αγρότης ή ναυτικός, Λάπων και όχι κάτοικος της Μεσογείου, θαλασσοπόρος, ορειβάτης ή τζιτζίκι – εάν δηλαδή η μέρα σας κι η μοίρα σας δεν εξαρτώνται από τον καιρό), ίσως θα ήταν μια καλή ιδέα να μη νοιάζεστε κι ούτε να χαλάτε τη διάθεσή σας με τις νεφώσεις, τις «κατά περιόδους πυκνότερες». Ας μείνουν μόνοι οι λογοτέχνες να βασανίζονται απολαυστικά με τις διαθέσεις του καιρού και των ανθρώπων τους και με το πώς θα τις γράψουν ιδανικά στις αφηγήσεις τους. Κατά τα άλλα, τι σημασία έχει αν αύριο θα έχει συννεφιά και αν ο καιρός θα υποτροπιάσει;

Τι σημασία έχει... Το λέει κι ένα τραγούδι του John Lennon, το “Rain” (κουράζονται οι Άγγλοι από την ίδια τους την εθνική γκρίνια): “Rain, Rain, Rain, I don't mind - Shine, the weather's fine.” Και, εν τέλει, “…when it rains and shines, ιt's just a state of mind.” Μάλιστα - μια κατάσταση του μυαλού.

Άλλωστε… «Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι.» Αντόν Τσέχοφ.