Άσκηση με μάσκα

Ένα θέμα συζήτησης είναι πώς επιδρούν οι μάσκες προστασίας από τον κορονοϊό στο αναπνευστικό σύστημα του αθλούμενου. Η άθληση αυξάνει τη συχνότητα και το βάθος των αναπνοών, άρα και την ποσότητα και τη ροή του αέρα που εισέρχεται στους πνεύμονες.

Άσκηση με μάσκα

Αναμφισβήτητα, η μάσκα, σε συνθήκες αυξημένων ροών, εμποδίζει τη δίοδο του αέρα από τη μύτη και το στόμα, οπότε αυξάνεται το έργο της αναπνοής και οι αναπνοές είναι πιο δύσκολες. Όταν η ένταση της άσκησης είναι χαμηλή έως μέτρια, όπως στο περπάτημα, η ενόχληση είναι αμελητέα. Όταν όμως η ένταση της άσκησης αυξάνεται, οπότε αυξάνεται ο μεταβολισμός, τότε το εκπνεόμενο διοξείδιο δεν προλαβαίνει να απομακρυνθεί και εγκλωβίζεται μέσα στη μάσκα, ενώ, ταυτόχρονα, η ποσότητα οξυγόνου που εισπνέεται μειώνεται.

Αναλυτικότερα, ο χώρος που δημιουργείται μεταξύ μάσκας και προσώπου αρχικά περιέχει ατμοσφαιρικό αέρα που η σύστασή του είναι 21% οξυγόνο, 78% άζωτο, 1% διοξείδιο και άλλα αέρια. Ο χώρος αυτός εμπλουτίζεται από τον αέρα της εκπνοής, ο οποίος έχει λιγότερο οξυγόνο (18%) σε σχέση με τον ατμοσφαιρικό αέρα (21%), επειδή μια ποσότητα περίπου 3% χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του μεταβολισμού (21%-3%=18%). Επίσης, περιέχει και αυξημένη ποσότητα διοξειδίου, το οποίο αποβάλλεται κατά την εκπνοή και είναι περίπου 4%. Σε συνθήκες μέτριας, ήρεμης αναπνοής, όπως συμβαίνει στην ήρεμη άσκηση, το διοξείδιο, επειδή είναι πολύ πτητικό, αποβάλλεται ταχέως από τα πλάγια της μάσκας και έτσι δεν προλαβαίνει να συσσωρευτεί και η περιεκτικότητα του οξυγόνου παραμένει σταθερή. Αν όμως κάποιος αναπνέει γρήγορα, όπως συμβαίνει κατά την έντονη άσκηση, τότε η σύσταση του αέρα της μάσκας μεταβάλλεται διότι εξαρτάται από δύο παράγοντες. Αφενός από τον ρυθμό εμπλουτισμού της με διοξείδιο, αφετέρου από τον ρυθμό πρόσληψης οξυγόνου για τις ανάγκες του μεταβολισμού. Εδώ να σημειώσουμε ότι το εκπνεόμενο οξυγόνο μπορεί να μην είναι 18%, αλλά χαμηλότερο, επειδή οι μύες προσλαμβάνουν περισσότερο οξυγόνο.

Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ο αθλούμενος να αναπνέει ένα μίγμα με χαμηλό οξυγόνο, όπως αν βρισκόταν σε υψόμετρο, και υψηλό διοξείδιο (υποξαιμική υπερκαπνία) με συνέπεια να εμφανίζονται συμπτώματα νόσου υψομέτρου. Από μελέτες σε εργοσπειρόμετρο έχει βρεθεί ότι η περιεκτικότητα οξυγόνου στη μάσκα ήταν 17% που αντιστοιχούσε σε υψόμετρο 1.500 μέτρων και ο εξεταζόμενος εμφάνιζε συμπτώματα ζάλης και πονοκεφάλου. Αναφορικά με τον εμπλουτισμό της μάσκας με διοξείδιο, φαίνεται ότι είναι της τάξεως του 3%, κάτι που είναι επικίνδυνο για την εγρήγορση, αφού σε χώρους εργασίας η περιεκτικότητα του διοξειδίου δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% για περισσότερο από 15 λεπτά.

Με απλά λόγια, ο αθλούμενος επανεισπνέει το εκπνεόμενο διοξείδιο και το χαμηλό οξυγόνο που περιέχονται στη μάσκα, η περιεκτικότητα των οποίων δεν είναι σταθερή, αλλά επηρεάζεται από την ένταση της άσκησης. Είναι σαφές ότι σε εργώδη άσκηση και μεγάλες ταχύτητες, όταν οι ανάγκες του οξυγόνου αυξάνονται ραγδαία και το μεταβολικό κόστος είναι υψηλό, η χρήση της μάσκας αποτελεί πλήρη αντένδειξη.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά