Ο πόνος στον αθλητή

Αν και ο πόνος είναι ένα σήμα από το σημείο βλάβης του σώματος προς τον εγκέφαλο, εντούτοις δεν είναι συνώνυμος με τη βλάβη ή τον τραυματισμό που πιθανώς να υπάρχει και μπορεί να επιμένει ανεξάρτητα της επούλωσης της βλάβης ή του τραυματισμού.

Ο πόνος στον αθλητή

Μερικές φορές μάλιστα μπορεί το πρόβλημα να υφίσταται χωρίς να εκδηλώνεται πόνος. Φαίνεται ότι όταν ο πόνος ή η δυσπραγία γίνουν γνώριμα στον εγκέφαλο, μέσα από τη σκληρή προπόνηση, η ένταση των σημάτων μειώνεται. Αναμφισβήτητα, η προπόνηση του εγκεφάλου στην αίσθηση της δυσφορίας και η εκμάθησή του να μειώνει την ένταση των σημάτων επιτυγχάνεται καλύτερα με την προπόνηση υψηλής έντασης και πολύ μεγάλης διάρκειας άνω των τεσσάρων ωρών.

Υπάρχει σχέση μεταξύ άσκησης και πόνου και γνωρίζουμε ότι οι αθλητές έχουν μειωμένη ευαισθησία στον πόνο σε σχέση με μη αθλούμενους. Η χρόνια άσκηση, επίσης, μειώνει την ευαισθησία στον πόνο σε ασθενείς που πάσχουν από χρόνιο πόνο όπως στην οσφυαλγία ή στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Ως χρόνιος πόνος ορίζεται όταν η διάρκεια του πόνου είναι πέρα των δώδεκα εβδομάδων, δηλαδή του ορίου επούλωσης ενός μυϊκού τραυματισμού.

Οι αθλητές αντοχής ανέχονται καλύτερα τον πόνο σε σχέση με τους αθλητές δύναμης. Ελέγχθηκαν δεκαεννέα τριαθλητές (αθλητές αντοχής) και δεκαεπτά αρσιβαρίστες και ρίπτες (αθλητές δύναμης) και μετρήθηκαν η ανεκτικότητα και το κατώφλι του πόνου στο καυτό και στο παγωμένο ερέθισμα και έγινε ταξινόμηση του πόνου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αθλητές αντοχής είχαν υψηλότερη ανθεκτικότητα στον θερμικό πόνο και λιγότερο φόβο στον πόνο.

Και οι δύο ομάδες έδειξαν μεγαλύτερη ανεκτικότητα στον πόνο σε σχέση με μη αθλητές. Σε άλλη μελέτη ελέγχθηκε η ευαισθησία (κατώφλι) και η ανεκτικότητα στον πόνο σε 24 ποδηλάτες χωρίς ιστορικό νόσου ή χρόνιου πόνου και χωρίστηκαν σε δύο ομάδες των 12. Η πρώτη ομάδα συνέχισε την ελεύθερη, συνηθισμένη, ποδηλατική δραστηριότητα, ενώ η δεύτερη έκανε τριάντα λεπτά ποδηλασία με ένταση στο 75% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας τρεις φορές την εβδομάδα για έξι εβδομάδες. Η αρχικά μετρούμενη μέγιστη αερόβια ικανότητα στην ομάδα που ακολούθησε το πρόγραμμα ήταν 36,3 μονάδες, δηλαδή εντός του φυσιολογικού εύρους τιμών, ενώ στην ελεύθερη ομάδα ήταν 42,9 μονάδες, δηλαδή, επίσης, εντός του φυσιολογικού εύρους τιμών.

Η ανεκτικότητα στον πόνο μετρήθηκε με διακοπή της ροής του αίματος στο χέρι (ισχαιμία) με ελαστικό επίδεσμο ή αιμοστατικό επίδεσμο μανομέτρου. Μετά τις έξι εβδομάδες τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ομάδα ελέγχου είχε σημαντική αύξηση 15% στη μέγιστη αερόβια ικανότητα, δηλαδή από 36,3 μονάδες σε 41,6 μονάδες πριν και μετά τη δοκιμασία, ενώ η ελεύθερη ομάδα δεν είχε μεταβολή στην αερόβια ικανότητα πριν και μετά τις έξι εβδομάδες. Επιπλέον, η ανεκτικότητα στον πόνο ισχαιμίας ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα ελέγχου, δηλαδή 10 στους 12 σε σχέση με 5 στους 12 στην ελεύθερη ομάδα. Αυτό δείχνει ότι η καλύτερη φυσική κατάσταση περιέχει και ψυχολογικά στοιχεία, αφού βελτιώνει την ανεκτικότητα στον πόνο και αναδεικνύει ότι ο αθλητής αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα σώματος, ψυχής και ανοχής στις δοκιμασίες και στις δυσχέρειες της ζωής.

Πρέπει, ωστόσο, να γίνει διάκριση μεταξύ του πόνου που είναι προειδοποιητικό σημείο απειλούμενης σοβαρής βλάβης οργάνου, όπως για παράδειγμα ο ισχαιμικός πόνος καρδιάς, και του ωφέλιμου πόνου λόγω δυσπραγίας των μυών που εκδηλώνεται στην έντονη προσπάθεια σε έναν αγώνα μαραθώνιο ή υπερμαραθώνιο.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά