Προαθλητικός έλεγχος για καρδιά και αναπνευστικό

Γιατί για ένα άτομο με καρδιακή νόσο επιβάλλεται να γίνει εκτίμηση της λειτουργίας του καρδιακού και αναπνευστικού συστήματος και των εφεδρειών τους, μέσω του ελέγχου της συμπεριφοράς τους κατά την άσκηση

Προαθλητικός έλεγχος για καρδιά και αναπνευστικό

Προκειμένου ένα άτομο με καρδιακή νόσο να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα άσκησης ή αποκατάστασης επιβάλλεται να γίνει εκτίμηση της λειτουργίας του καρδιακού και αναπνευστικού συστήματος και των εφεδρειών τους, μέσω του ελέγχου της συμπεριφοράς τους κατά την άσκηση.

Με βάση τα αποτελέσματα που λαμβάνονται καθορίζεται ο τύπος της άσκησης καθώς και η συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση της προπονητικής επιβάρυνσης που θα ακολουθήσει.

Συνήθως προτείνονται 30 λεπτά ήπιας ή μέτριας έντασης άσκηση πέντε φορές την εβδομάδα ή 25 λεπτά έντονης άσκησης τρεις φορές την εβδομάδα. Επιπρόσθετο όφελος επιτυγχάνεται με 60 λεπτά μέτριας έντασης άσκηση πέντε φορές την εβδομάδα και 50 λεπτά έντονης άσκησης τρεις φορές την εβδομάδα. Αν και η αύξηση της έντασης της άσκησης σε ορισμένα άτομα με προδιάθεση μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για εκδήλωση επικίνδυνων αρρυθμιών εντούτοις η ελεγχόμενη αύξηση της έντασης έχει αποδειχθεί ότι έχει ευνοϊκότερα αποτελέσματα σε άτομα με καρδιακή νόσο.
Ο προαθλητικός έλεγχος μπορεί να αποκαλύψει δυσλειτουργίες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αρρυθμιών. Διαταραχές της ανατομίας και της λειτουργίας της καρδιάς, όπως βαλβιδική νόσος, μεσοκολπική επικοινωνία, μυοκαρδιοπάθειες, στεφανιαία σύνδρομα, διαταραχές του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς, ανωμαλίες της έκφυσης των στεφανιαίων και άλλες συγγενείς διαταραχές, σε συνδυασμό με νοσήματα από άλλα συστήματα (θρομβοφιλία ή νεφρική νόσος) αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου που πρέπει να γνωρίζουν ο γιατρός και ο αθλούμενος.

Υπάρχει μεγάλος αριθμός αθλητών υψηλής κλάσης που έχουν δύο ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, επομένως, μια άριστα προπονημένη καρδιά δε σημαίνει ότι δεν πάσχει από καρδιακή διαταραχή ή ακόμη και νόσο. Ωστόσο, η επίπτωση ξαφνικού θανάτου σε ανταγωνιστικούς αθλητές, όπως φαίνεται σε διάφορες μελέτες, δεν είναι τόσο συχνή και ποικίλλει από 1/1000000 σε 1/5000 ανά έτος. Διαφορές που οφείλονται στην ετερογένεια του πληθυσμού και στη μεθοδολογία της μελέτης. Οι γυναίκες σε σχέση με τους άντρες έχουν μικρότερη πιθανότητα αιφνίδιου θανάτου σε αναλογία που ποικίλλει από 3/1 σε 9/1. Επίσης άτομα με μικρότερο όγκο προπόνησης είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Παθολογικά ευρήματα στο ηλεκτροκαρδιογράφημα και τη φυσική εξέταση πρέπει να ελέγχονται περαιτέρω με λεπτομερέστατο ιστορικό και εξειδικευμένες εξετάσεις. Άτομα ασυμπτωματικά στην ηρεμία τα οποία εκδηλώνουν δύσπνοια, πόνο στον θώρακα, ζάλη, δυσανάλογα εύκολη εξάντληση, πονοκέφαλο πρέπει να ελέγχονται για υπέρταση, υποθυρεοειδισμό, σακχαρώδη διαβήτη ή λανθάνουσα καρδιακή νόσο.

Αν και ένα φυσιολογικό τέστ κόπωσης μπορεί να δείξει μεγάλη αερόβια και αναερόβια ικανότητα εντούτοις σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, σακχαρώδη διαβήτη, συγγενή υπερχοληστεριναιμία, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, αναπνευστικά νοσήματα, παχυσαρκία, δεν μπορεί να αποκλείσει στεφανιαία νόσο. Ως εκ τούτου, τα άτομα αυτά μπορούν να θεωρηθούν υψηλού κινδύνου και να υφίστανται αξονική αγγειογραφία στεφανιαίων, έλεγχο καρωτίδων με υπέρηχο και έλεγχο της καρδιάς σε καταστάσεις στρες (stressecho) εφόσον πρόκειται να ακολουθήσουν πρόγραμμα που περιέχει υψηλής έντασης άσκηση.

Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.