Προπονημένη καρδιά

Μία από τις πρώτες λειτουργίες που βελτιώνονται με την αερόβια άσκηση είναι η καρδιακή, γι’ αυτό και οι δρομείς μεγάλων αποστάσεων αποκτούν, σε σύντομο χρόνο, βραδύ καρδιακό ρυθμό.

Προπονημένη καρδιά

Σφίξεις της τάξης των 40-50 ανά λεπτό θεωρούνται φυσιολογικές ενώ έχουν παρατηρηθεί και λιγότερες από 30 ανά λεπτό. Ο βαθμός πτώσης των σφίξεων επηρεάζεται από γενετικούς παράγοντες και από τον τύπο της προπόνησης.

Η καρδιά είναι μια μηχανική αντλία παροχής αίματος που αποτελείται από εξειδικευμένο μυϊκό ιστό και όπως όλοι οι μύες πρέπει να γυμνάζεται για να είναι υγιής και δυνατή. Η εκγύμναση απαιτεί πολύ τρέξιμο σε διάφορες ταχύτητες, ώστε να βελτιωθούν διαφορετικοί τομείς του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος, όπως η δύναμη συστολής του μυοκαρδίου (συσταλτικότητα), ο όγκος εξώθησης του αίματος σε κάθε συστολή, η διασταλτική ικανότητα των αγγείων, η αύξηση του αριθμού των τριχοειδών αγγείων, της οξειδωτικής ικανότητας των μιτοχονδρίων του μυοκαρδίου, κ.ά.

Η καρδιά είναι μια αντλία που εξωθεί κάθε λεπτό περίπου 5 λίτρα αίματος όταν το άτομο είναι σε ηρεμία. Αν σε κάθε συστολή εκτοξεύει προς την αορτή 80cc αίματος και έχει 60 συστολές το λεπτό τότε η παροχή είναι περίπου 5 λίτρα ανά λεπτό. Σε συνθήκες άσκησης οι μύες ζητούν περισσότερο οξυγόνο, οπότε η παροχή αυξάνεται σε 10-15-20 ή και περισσότερα λίτρα ανά λεπτό. Ενώ μια απροπόνητη καρδιά χρειάζεται 80 ή 120 σφίξεις ή και περισσότερες για να μεταφέρει αυτή την αυξημένη ποσότητα αίματος μια προπονημένη καρδιά το κατορθώνει με λιγότερες συστολές (από 55-75). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα και μπορεί να υποδεχθεί και να εξωθήσει προς τα αγγεία μεγαλύτερη ποσότητα αίματος.

Η μέγιστη ποσότητα αίματος που η καρδιά μπορεί να αποδώσει καθορίζεται από τον όγκο εξώθησης κάθε συστολής και τη μέγιστη καρδιακή συχνότητα που μπορεί να επιτευχθεί σε ένα λεπτό.

Επομένως: καρδιακή παροχή=όγκος εξώθησης × μέγιστη καρδιακή συχνότητα.

Η μέγιστη καρδιακή συχνότητα εξαρτάται από γενετικούς παράγοντες και δεν υφίσταται βελτίωση από την προπόνηση σε αντίθεση με την ελάχιστη καρδιακή συχνότητα. Η διαφορά μεταξύ μέγιστης και ελάχιστης καρδιακής συχνότητας είναι ένα μέτρο των καρδιακών εφεδρειών του δρομέα. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά τόσο περισσότερες καρδιακές εφεδρείες έχει ένας δρομέας σε σχέση με κάποιον άλλον που έχει μικρή διαφορά. Μεταξύ δύο δρομέων που τρέχουν σε έναν αγώνα και έχουν φτάσει τις 220-230 σφίξεις ανά λεπτό αυτός που θα έχει λιγότερες σφίξεις στην εκκίνηση, δηλαδή μεγαλύτερο όγκο αίματος σε κάθε συστολή, θεωρητικά, θα μεταφέρει περισσότερο αίμα και οξυγόνο στους μύες και θα έχει κάποιο πλεονέκτημα.

Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά γιατί στην απόδοση παίζουν ρόλο, εκτός από την αντλητική ικανότητα της καρδιάς, και άλλοι παράγοντες, όπως η ικανότητα πρόσληψης, μεταφοράς και χρησιμοποίησης του οξυγόνου μέσα στους μύες, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων, η ισχύ και ο μεταβολισμός των μυών, κινητικοί παράγοντες όπως η άριστη συνεργασία των μυϊκών ομάδων, η ευλυγισία, η ταχύτητα κίνησης, η ιδιοδεκτικότητα, η σύσταση του σώματος, η ικανότητα εξουδετέρωσης του γαλακτικού μέσω της οξεοβασικής ισορροπίας, η οξειδωτική ικανότητα των μυών, η αναλογία των διαφόρων τύπων μυϊκών ινών μέσα στους μύες και πολλοί άλλοι παράγοντες που ορίζουν τη γενικότερη φυσική κατάσταση του ατόμου. Εν κατακλείδι, υπάρχουν αθλητές παγκόσμιας κλάσης με σφίξεις ηρεμίας που κυμαίνονται από 60-30 ανά λεπτό.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιώς