Αναψυκτικά: Η δροσιά τους έχει ιστορία

Η ιστορία των αναψυκτικών στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο - Ο Θοδωρής Κλιάφας, η «Φήμη», η «HBH», η «Γκαζόζα», η «ΛΟΥΞ», το χανιώτικο «Γεράνι» και η δυναμική της Coca-Cola.

Αναψυκτικά: Η δροσιά τους έχει ιστορία

Τα ζεστά καλοκαίρια της Μεσογείου υπήρξαν ανέκαθεν πρόκληση για τον άνθρωπο που έπρεπε να αντεπεξέλθει με κάποιον τρόπο στους επίμονους καύσωνες του Ιουλίου και του Αυγούστου. Η αναζήτηση δροσιάς με κάθε τρόπο δημιούργησε με τον καιρό μια ολόκληρη βιομηχανία, που συνδέθηκε με τη μαγική λέξη «αναψυκτικό». Στην πατρίδα μας η μόδα του αναψυκτικού έφτασε μαζί με τον εικοστό αιώνα, έτσι ώστε πολλές παραδοσιακές μονάδες παραγωγής δροσιστικών ποτών να μετρούν σχεδόν εκατό χρόνια.

Από την αρχαιότητα στο σήμερα

Στα αρχαία χρόνια, όταν η Ιστορία γραφόταν στα παράλια της Μεσογείου, οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν κάθε καλοκαίρι τα ίδια προβλήματα με το θερμό κλίμα. Γι’ αυτό και η έννοια του αναψυκτικού μπήκε νωρίς στη μεσογειακή διατροφή από τους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους. Στον σύγχρονο κόσμο η παράδοση του δροσιστικού ποτού διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε σύμφωνα με το κυρίαρχο πνεύμα της εκβιομηχάνισης των πάντων. Ωστόσο αρχικά στην ελεύθερη Ελλάδα του 19ου αιώνα βασικό στοιχείο δροσιάς ήταν το νερό, που σε ορισμένες περιπτώσεις -όπως αυτή της Αθήνας- είχε και ονομασία προέλευσης, καθώς πολλοί προτιμούσαν το νερό του Αμαρουσίου που το μοίραζαν σε στάμνες οι νερουλάδες σε όλη την Αττική.

Για κάτι πιο παγωμένο θα έπρεπε κάποιος να ανατρέξει στις χαράδρες της Πάρνηθας και των άλλων βουνών, όπου το κρυσταλλωμένο χιόνι παρέμενε εγκλωβισμένο όταν πια ο χειμώνας είχε παρέλθει και κάποιοι φρόντιζαν, τυλίγοντάς το σε άχυρα, να το μεταφέρουν μέσα σε κοφίνια προς τέρψιν των αστών της εποχής.

Οικογενειακή υπόθεση

Τα πρώτα αναψυκτικά ανήκαν στη μικρή επικράτεια κάθε νοικοκυριού. Τα ροσόλια, τα σερμπέτια και τα σπιτικά σιρόπια ήταν προϊόντα πρόσμιξης χυμών ή αλεσμένων φρούτων με ζάχαρη και νερό κι έλυναν τα χέρια στις νοικοκυρές όταν έπρεπε να φιλέψουν μουσαφίρηδες ή να δροσίσουν απλά τα μέλη της οικογένειας. Τη γενίκευση αυτής της πρακτικής εισάγει το εμπορικό δαιμόνιο των Ελλήνων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Τα αναψυκτικά παράγονται σε οικογενειακές συνθήκες, αλλά έχουν δημιουργηθεί ήδη οι πρώτες μικρές μονάδες που διανέμουν τα προϊόντα τους με κάρα ή γαϊδουράκια στις γύρω περιοχές.

Το περίσσευμα από τη σοδειά κάθε χρονιάς είναι η πρώτη ύλη, ενώ προς τα τέλη του 19ου αιώνα αξιοποιούνται οι πρώτες πηγές ανθρακούχου νερού στην Ελλάδα, κάνοντας τη διαφορά στον τομέα του αναψυκτικού. Η πρωτόγονη διαφήμιση αποδίδει στα αναψυκτικά της εποχής άκρως ευεργετικές ιδιότητες. Ο εικοστός αιώνας έρχεται εντείνοντας σε κάθε τομέα τη βιομηχανοποίηση και τα αναψυκτικά γίνονται αγαθό «πρώτης ανάγκης». Τώρα πια κυκλοφορούν σε γυάλινες φιάλες με τη χαρακτηριστική γυάλινη μπίλια για πώμα. Η χρήση της σόδας αποδεικνύεται επανάσταση στον χώρο. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κυκλοφορούν παστεριωμένες πορτοκαλάδες χωρίς συντηρητικά και αρχίζει η εποχή της διαρχίας του κόκκινου (με ανθρακικό) και του γαλάζιου χρώματος (χωρίς ανθρακικό) στην ετικέτα.

Τα ηλεκτρικά ψυγεία, που μπαίνουν σιγά σιγά σε κάθε σπίτι, κρατούν τα αναψυκτικά παγωμένα και προσθέτουν κάτι στην έννοια της δροσιάς. Την ίδια εποχή έβρισκες μικρά εργαστήρια παρασκευής αναψυκτικών πια σε κάθε πόλη. Μικροί και μεγάλοι ξαμολιούνταν ως πλανόδιοι πωλητές και εφοδίαζαν καφενεία, θερινούς κινηματογράφους, σταθμούς τρένων, αναψυκτήρια, ταβέρνες. Όλοι θυμούνται τα κλασικά γυάλινα μπουκάλια με τα τσίγκινα καπάκια και πιο πολύ τα παιδιά της εποχής, που έκαναν συλλογές από αυτά τα καπάκια ή έπαιζαν αμάδες.

Εσπεριδοειδή

Τα φρούτα του μύθου

Στην ελληνική μυθολογία, αυτόν τον πλούσιο κόσμο φαντασίας και παραλλαγμένης πραγματικότητας, ο Ηράκλειος άθλος με τα μήλα των Εσπερίδων αναφέρεται στα πορτοκάλια, στους χρυσούς καρπούς που ο μυθικός ήρωας κατάφερε να κόψει από τον κήπο, παρακάμπτοντας τις νύμφες Εσπερίδες και τον φοβερό δράκο Λάδωνα, για να τους παραδώσει στον Ευρυσθέα. Από την περιπέτεια αυτή του Ηρακλή δόθηκε το όνομα εσπεριδοειδή σε μια ολόκληρη κατηγορία καρπών, στην οποία κυριαρχούν βέβαια τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και τα μανταρίνια.

Στην Ευρώπη εμφανίστηκε πρώτα το λεμόνι, ενώ το πορτοκάλι εισήχθη τον 10ο αιώνα από την Κίνα, καλλιεργήθηκε συστηματικά στην Πορτογαλία και από εκεί πήρε εντέλει και το όνομά του. Οι λεμονάδες και οι πορτοκαλάδες κατέχουν σαφώς τη μερίδα του λέοντος στα αναψυκτικά, αλλά εξίσου δημοφιλής είναι και η περίφημη γκαζόζα, στην οποία -προπολεμικά τουλάχιστον- αποδίδονταν θεραπευτικές ιδιότητες και εκτός από τα μαγαζιά την πουλούσαν στους δρόμους πλανόδιοι μικροπωλητές. Στην Ελλάδα η γκαζόζα ταυτίζεται σχεδόν με τη λεμονάδα, διαφέροντας μόνο στις χαρακτηριστικές φυσαλίδες. Μας ήρθε από την Ιταλία, όπου παρασκευάστηκε πρώτη φορά το 1889. Είναι δροσιστικό ποτό με βάση το νερό και το ανθρακικό, με προσθήκη χυμού από λεμόνι ή από κίτρο.

Ελληνικά αναψυκτικά

Μια κοσμογονία

Η ιστορία του ελληνικού αναψυκτικού ως εμπορικού προϊόντος ξεκινά ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, με πρώτη πιθανόν τη γνωστή μας ΕΨΑ. Η ΕΨΑ γεννήθηκε στην Αγριά του Βόλου. Οι αδερφοί Κοσμαδόπουλοι έκαναν πραγματικότητα τη φιλόδοξη ιδέα ενός εργοστασίου παραγωγής χυμών και αναψυκτικών. Η συνταγή για λεμονάδα ενός Γερμανού μηχανικού αποτέλεσε από τότε το κρυφό χαρτί της εταιρείας που επέστρεψε δριμύτερη τα τελευταία χρόνια, όπως και άλλες παραδοσιακές μονάδες.

Την ίδια πάνω-κάτω εποχή στα Τρίκαλα ο Θόδωρος Κλιάφας δημιουργεί μια μικρή μονάδα εμφιάλωσης και λίγο αργότερα καινοτομεί εισάγοντας το μεταλλικό πώμα, ενώ μεταπολεμικά εκσυγχρονίζει τον μηχανολογικό εξοπλισμό της εταιρείας του.

Από το 1925 μέχρι σήμερα στο ίδιο μέρος, στις Αγιές Παρασκιές του Ηρακλείου η οικογένεια Ζηδιανάκη, αξιοποιώντας την αφθονία των εσπεριδοειδών στην Κρήτη, παράγει και εμφιαλώνει αναψυκτικά υψηλής ποιότητας. Η οικογενειακή αυτή επιχείρηση, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φήμη», επιβίωσε μέσα στον πόλεμο, ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του ηλεκτρισμού και άντεξε στην πολυεθνική λαίλαπα των αναψυκτικών, για να είναι σήμερα μια υπολογίσιμη δύναμη στον μαγικό κόσμο των αναψυκτικών.

Το 1928 ο Σοφοκλής Αναγνωστάκης επέστρεψε από την Αμερική γεμάτος ιδέες. Στην αυλή του σπιτιού του, στο Γεράνι Χανίων, εγκατέστησε εμφιαλωτήριο για πορτοκαλάδες, λεμονάδες και γκαζόζες, τραβώντας νερό από μια παραπλήσια πηγή. Η εταιρεία «ΓΕΡΑΝΙ» σήμερα, έναν αιώνα μετά, ασκεί έντονη εξαγωγική δραστηριότητα προς την Αμερική και τον Καναδά.

Όταν το 1926 ο Νίκος Παναγόπουλος ίδρυε μια μικρή βιομηχανική μονάδα αναψυκτικών στο Μαρούσι δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια. Η εταιρεία «ΗΒΗ», αναφορά στη μυθολογική θεά που δρόσιζε τους θεούς του Ολύμπου με νέκταρ, δέσποσε με τα χρόνια στον στίβο του ανταγωνισμού και σήμερα παραμένει η αιχμή του δόρατος στην ελληνική αγορά των αναψυκτικών.

Στη δεκαετία του ’50 οι συνθήκες ευνοούσαν όσο ποτέ μικρές μονάδες παραγωγής και εμφιάλωσης χυμών και αναψυκτικών. Στην Πάτρα της εποχής υπήρχαν έντεκα τέτοιες μονάδες και ανάμεσά τους η «ΛΟΥΞ» του Παναγιώτη Μαρφαλέκα. Οι γκαζόζες, οι λεμονάδες και οι πορτοκαλάδες της μπήκαν σε όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά της Πάτρας, στις γυάλινες συσκευασίες που επιστρέφονταν και απολυμαίνονταν επαρκώς, για να ξαναχρησιμοποιηθούν. Το 1972 ο Μαρφαλέκας αποφάσισε να μεταφέρει την εταιρεία του στο Κεφαλόβρυσο Αχαΐας.

Εξίσου θαυμαστή είναι και η πορεία των αναψυκτικών «ΙΤΕΑ Φλώρινας», που ξεκίνησε με την εμφιάλωσή τους σε γυάλινες φιάλες των 250 ml, το 1969, και η φήμη τους γρήγορα ξεπέρασε τα όρια του νομού.

Στο μυαλό του Έλληνα καταναλωτή φυσικά η ιδέα του αναψυκτικού είναι συνυφασμένη πια με ονόματα όπως «Fanta», «Schweppes», «7-up» ή «Sprite», ποτά που βρίσκονται κάτω από την τεράστια ομπρέλα της «Coca Cola» ή της «Pepsico».

Η εισβολή των πολυεθνικού παράγοντα στη δεκαετία του 1980 δημιούργησε ένα εξοντωτικό περιβάλλον ανταγωνισμού, που οδήγησε πολλές μικρές εταιρείες αναψυκτικών σε κλείσιμο. Το παρήγορο είναι ότι ύστερα από μια μεγάλη κάμψη το ελληνικό αναψυκτικό έχει επιστρέψει τα τελευταία χρόνια, αμφισβητώντας ανοιχτά την πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών. Οι χυμοί Κουρτίδη από την περιοχή των Σερρών, ο Κουγιός από τη Ρόδο, η «Χιονάτη» από τη Σκύδρα Πέλλας είναι ακόμα μερικές από τις προτάσεις που διεκδικούν μερίδιο καταναλωτών στη σύγχρονη αγορά.

Επιμύθιο

Ένα είναι σίγουρο: Τα αναψυκτικά ως πρόταση δροσιάς θα μας συντροφέψουν και στη νέα χιλιετία. Η πρόκληση έγκειται ίσως στη δυνατότητα παραγωγής υγιεινών δροσιστικών ποτών, απαλλαγμένων από συντηρητικά και κατεργασμένη ζάχαρη, με βάση φυσικούς χυμούς από καλλιέργειες φιλικές προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Σε αυτή τη νέα εποχή η παρουσία των παραδοσιακών ελληνικών μονάδων παρασκευής και εμφιάλωσης αναψυκτικών δείχνει να στρέφεται προς τη σωστή κατεύθυνση.