Αντιβιοτικά και ατμοσφαιρική ρύπανση
Η αύξηση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά μπορεί να συνδέεται με την ατμοσφαιρική ρύπανση
Η αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση φαίνεται ότι συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, όπως διαπιστώνεται σε παγκόσμια ανάλυση που δημοσιεύεται στο περιοδικό «The Lancet Planetary Health». Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζονται, η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά που προκύπτει από την ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με περίπου 480.000 πρόωρους θανάτους το 2018.
Η κακή και υπερβολική χρήση των αντιβιοτικών είναι οι κύριοι παράγοντες της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση συμβάλλει και εκείνη στην εξάπλωση των ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων και των γονιδίων ανθεκτικότητας.
Παρόλο που ο αέρας αναγνωρίζεται ως βασικός φορέας διάδοσης της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, υπάρχουν περιορισμένα ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τις διαφορετικές διόδους που τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά γονίδια μεταφέρονται μέσω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ορισμένοι πιθανοί χώροι μεταφοράς τους είναι τα νοσοκομεία, τα αγροκτήματα και οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων που εκπέμπουν και εξαπλώνουν ανθεκτικά στα αντιβιοτικά σωματίδια μέσω του αέρα και σε μεγάλες αποστάσεις.
Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα εκτεταμένο σύνολο δεδομένων για 116 χώρες την περίοδο 2000-2018 για να διερευνήσουν κατά πόσο τα αιωρούμενα σωματίδια με μικρή διάμετρο (PM 2,5) αποτελούν βασικό παράγοντα που οδηγεί στην παγκόσμια ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά. Επίσης, χρησιμοποίησαν δεδομένα σχετικά με τη χρήση αντιβιοτικών, τις υπηρεσίες υγιεινής, την οικονομία, τις δαπάνες για την υγεία, τον πληθυσμό, την εκπαίδευση, το κλίμα και την ατμοσφαιρική ρύπανση για να διερευνηθεί η επίδραση αυτών των παραγόντων στα επίπεδα της ανθεκτικότητας αυτής.
Τα σωματίδια αυτά προέρχονται από βιομηχανικές διεργασίες, οδικές μεταφορές και οικιακή καύση άνθρακα και ξύλου και πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι 7,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εκτίθενται άμεσα σε μη ασφαλή ετήσια επίπεδα αυτών των σωματιδίων, με το 80% να ζει σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά αυξάνεται με την αύξηση των σωματιδίων PM 2,5. Κάθε 1% αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέεται με αύξηση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά κατά 0,5 έως 1,9% ανάλογα με το παθογόνο. Η συσχέτιση έχει ενισχυθεί με την πάροδο του χρόνου με τις αλλαγές στα επίπεδα των σωματιδίων να οδηγούν σε μεγαλύτερες αυξήσεις της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά τα πιο πρόσφατα χρόνια.
Μάλιστα, εντοπίστηκε ότι τα σωματίδια αυτά αντιπροσωπεύουν το 11% των αλλαγών στα μέσα επίπεδα ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά σε όλο τον κόσμο, την ώρα που οι δαπάνες υγείας ευθύνονται για το 10% των αλλαγών και οι υπηρεσίες πόσιμου νερού για το 3%.
Τα υψηλότερα επίπεδα ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά εντοπίζονται στη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία, ενώ τα επίπεδα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική είναι χαμηλά. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των πληθυσμών τους, η Κίνα και η Ινδία πιστεύεται ότι είναι οι χώρες στις οποίες οι αλλαγές στα σωματίδια έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στον αριθμό των πρόωρων θανάτων από την ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά.
Αν δεν υπάρξουν αλλαγές στις τρέχουσες πολιτικές για την ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι μέχρι το 2050 μπορεί η αντοχή στα αντιβιοτικά να αυξηθεί παγκοσμίως κατά 17%. Τότε ο ετήσιος αριθμός πρόωρων θανάτων θα αυξανόταν σε περίπου 840.000 με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να αναμένονται στην υποσαχάρια Αφρική.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι ο περιορισμός των επιπέδων επιβλαβούς ατμοσφαιρικής ρύπανσης θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά και άρα να μειώσει σημαντικά τους θανάτους και το οικονομικό κόστος που απορρέει από λοιμώξεις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
http://www.thelancet.com/journals/lanplh/article/PIIS2542-5196(23)00135-3/fulltext