Το Top Gun: Maverick είναι ένα ανέλπιστα καλό sequel! - Review
Και ο Tom Cruise συνεχίζει να χτίζει τον μύθο του ως action hero - To Top Gun: Maverick έχει κερδίσεις τις εντυπώσεις - Από τα καλύτερα φιλμ της χρονιάς.
Ο μεγαλύτερος εχθρός σας είναι ο χρόνος λέει κάποια στιγμή ο Tom Cruise στους πιτσιρικάδες πιλότους του, για την -σχεδόν αδύνατη- αποστολή που έχουν κληθεί να φέρουν εις πέρας. Ο χρόνος. Σε ένα επίπεδο, αυτό το sequel που έρχεται 36 χρόνια μετά το πρωτότυπο αφορά το πέρασμα του χρόνου. Θα σας πρότεινα να (ξανά)δείτε το πρώτο πριν πάτε στο Maverick, όχι μόνο επειδή είναι πράγματι ένα sequel όπου όλα τα αφηγηματικά του νήματα έχουν αφετηρία στην ταινία του 1986 αλλά, γιατί φωτίζεται με άλλη ένταση αν έχεις φρέσκια την ατμόσφαιρα και το ύφος του πρώτου. Το Top Gun του Tony Scott είναι μια ταινία για νέους. Ξεχειλίζει από την ορμητικότητα και την ομορφιά της νιότης, είναι φανταχτερή, επιδεικτική, εστιασμένη στο “coolness” των εικόνων και των χαρακτήρων της, σημάδεψε, εξάλλου, την εποχή της με αυτά.
Είναι, μεταξύ μας όμως, και λίγο ρηχή. Το Maverick, από την άλλη, χωρίς φυσικά να είναι κάποιο φιλοσοφικό δοκίμιο, είναι μια ταινία για ανθρώπους που έχουν πλέον συνείδηση του χρόνου και του τέλους. Είναι σίγουρα πιο ώριμο. Μοιάζει σε σημεία με reboot, έχοντας παρόμοια αφηγηματικά μοτίβα (η ιστορία των νέων μαθητών είναι πανομοιότυπη με την πρωτότυπη), αλλά ο πρωταγωνιστής και η οπτική που κουβαλάει το μετατρέπει σε μια επανεξέταση, παρά σε απόπειρα μιας εκσυγχρονισμένης αντιγραφής. Είναι εντυπωσιακό πώς παρόμοιες εικόνες, έχουν εδώ διαφορετική χροιά. Τα cool πλάνα του Tom Cruise να σκίζει τον αέρα με την μοτοσικλέτα του πλέον αποπνέουν και μια μοναξιά.
Ο Maverick έχει μείνει ακόμα “εκεί”. Στην αδρεναλίνη και τον εθιστικό κίνδυνο της ταχύτητας. Δεν πήρε προαγωγές, δεν έκανε οικογένεια και οι φίλοι του από τα παλιά είτε έχουν ήδη φύγει, είτε βρίσκονται στη δύση τους. Το πέταγμα γι’ αυτόν μοιάζει πια για τον κύριο λόγο ύπαρξης και η φιγούρα του, είναι απροσδόκητα μοναχική.
Το μπαρ που σύχναζε όπως και οι χαρακτήρες που επιστρέφουν είναι επενδυμένα με μια τρυφερή μελαγχολία. Είναι ίδια, αλλά και διαφορετικά. Το επίκεντρο της ταινίας συναισθηματικά είναι και πάλι ο χαμός του Goose, που επανέρχεται στο πρόσωπο του γιου του (Miles Teller), όταν αποκαλύπτεται πως είναι ένας από τους πιλότους που καλείται να εκπαιδεύσει ο Maverick γι’ αυτήν την αποστολή αυτοκτονίας (που, εν τω μεταξύ, θυμίζει πολύ την επίθεση στο Death Star από το A New Hope). Μέσα από την σχέση με τον γιο θα έρθει αντιμέτωπος με όλα αυτά που τον στοιχειώνουν ακόμα από τον θάνατο του φίλου του.
Παρότι παραμένει ένας σχεδόν αψεγάδιαστος ήρωας, με αλάνθαστο ένστικτο και εξωπραγματικές ικανότητες, ο αλτρουισμός του είναι που τον κάνει πιο ανθρώπινο και απείρως πιο συμπαθητικό εδώ. Υπάρχει μια υπέροχη σκηνή όταν επιστρέφει για πρώτη φορά στο μπαρ μετά από χρόνια, κατάμεστο από νέους όπως ήταν κι αυτός κάποτε, και συναντά την Πένι (Jennifer Connelly).
H Πένι, που καταλαβαίνουμε εδώ ότι ήταν μια από τις σχέσεις του που δεν κατέληξαν πουθενά, αφού τον φλερτάρει λίγο, τον βάζει να κεράσει όλο το μαγαζί και όταν η πιστωτική του δεν γίνεται δεκτή, τον πετάει έξω. Είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος να δείξεις ποια είναι η θέση του ήρωα πλέον: να υπηρετεί, να προσφέρει στους άλλους. Τώρα είναι εκεί για να προστατέψει, να διδάξει, να γίνει μια πατρική φιγούρα.
Κάθε του δράση στην ταινία γίνεται για να βοηθήσει κάποιον άλλον. Στο πρώτο Top Gun, είχε εγωιστικά κίνητρα, ήθελε να αποδείξει ότι είναι ο καλύτερος πιλότος, εδώ, οι αποφάσεις του είναι, η μια μετά την άλλη, ανιδιοτελείς. Ακόμα και τα ριψοκίνδυνα κόλπα του με τα αεροσκάφη, το σήμα κατατεθέν του, δεν γίνονται από αλαζονεία ή επίδειξη αλλά από ώριμες προθέσεις.
Γι’ αυτό, παρότι εκνευριστικά ικανός, είναι νομίζω από τους πιο συμπαθητικούς και ωραία δοσμένους ήρωες των τελευταίων ετών σε blockbuster ταινία. Η έμφαση που δίνει στους χαρακτήρες του και τις σχέσεις μεταξύ τους, είναι που δίνει στο Top Gun Maverick την “καρδιά” του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εχθροί παραμένουν εντελώς απροσδιόριστοι και απρόσωποι μέχρι το τέλος. Δεν είναι σε αυτούς η ουσία.
Βέβαια, η πλοκή του είναι αρκετά προβλέψιμη, αλλά, νομίζω δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Η ταινία λειτουργεί σε όλα τα άλλα επίπεδα ανέλπιστα καλά. Αρχικά, οι αερομαχίες της είναι φανταστικά σκηνοθετημένες. Ναι, η αληθοφάνεια που φέρνει η προθυμία του Tom Cruise να τα γυρίζει όλα μόνος του είναι φυσικά σημαντική, αλλά μη νομίζετε ότι είναι από μόνη της αρκετή. Η δουλειά του σκηνοθέτη Joseph Kosinski (Tron: Legacy, Oblivion) και του μοντέρ του Eddie Hamilton (οποίος είναι και ο συνεργάτης του Christopher McQuarrie στα Mission Impossible) είναι πραγματικά τρομερή.
Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις τον θεατή συνεχώς προσανατολισμένο στις μάχες, μεταφέροντας ταυτόχρονα και την αίσθηση της τεράστιας ταχύτητας με την οποία γίνονται. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως το Top Gun: Maverick είναι ένα σκηνοθετικό επίτευγμα σε αυτό το κομμάτι. Κερασάκι στην τούρτα η δουλειά των Hans Zimmer, Harold Faltermeyer (που ήταν ο συνθέτης και του πρώτου) και της Lady Gaga (!) στο soundtrack που καταφέρνουν τόσο με την μουσική όσο και με τα τραγούδια να φέρουν στην σύγχρονη εποχή το γνώριμο 80s ηχόχρωμα με το οποίο είναι άρρηκτα συνδεμένο.
Εν κατακλείδι, το Top Gun Maverick είναι ένα ανέλπιστα καλό sequel. Είναι εντυπωσιακό, έξυπνο, αγωνιώδες και κατά τη γνώμη μου, απροσδόκητα ευαίσθητο στον χειρισμό των χαρακτήρων του. Ξέρει πολύ καλά ότι η δράση χωρίς ενδιαφέροντες χαρακτήρες, χάνει την μισή της ένταση και το αποδεικνύει στην πράξη. Δεν ποντάρει στην φτηνή νοσταλγία αλλά, επιστρέφει στο σύμπαν του με αγάπη και μια διακριτική μελαγχολία για το πέρασμα του χρόνου. Ένα εξαιρετικό blockbuster που ανοίγει ιδανικά την καλοκαιρινή σεζόν.