West Side Story: Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει λόγο που ζωντάνεψε ξανά το μιούζικαλ
Το West Side Story του Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει κερδίσει τις εντυπώσεις - Είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Someday, somewhere | We'll find a new way of living | We'll find a way of forgiving. Εάν κανείς αναρωτιέται γιατί ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο αιώνιος έφηβος του αμερικανικού σινεμά, ο σπουδαίος παραμυθάς, αλλά και μια από τις πιο ισχυρές φυσιογνωμίες του Χόλιγουντ, θέλησε να σκηνοθετήσει ένα ριμέικ του «West Side Story», η κύρια απάντηση βρίσκεται σ’ αυτούς τους στίχους του «Somewhere».
Υπογράφοντας για πρώτη φορά στην 50χρονη καριέρα του ένα μιούζικαλ, ο Σπίλμπεργκ αναλαμβάνει όχι να μεταμορφώσει, αλλά να χαϊδέψει με λατρεία το «West Side Story», τη θεατρική παράσταση του ’57 και την κλασική ταινία του ’61, χωρίς καινοτομίες (παρά μόνο τεχνικές), αλλά με μια συναρπαστική διαπίστωση: ότι αυτό το μιούζικαλ, βραβευμένο με 10 Όσκαρ, μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, είναι, στην ουσία της, πιο επίκαιρη σήμερα, παρά όταν πρωτοσυνάντησε το κοινό της.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Η μοίρα (δηλαδή η πανδημία), τα έφερε έτσι, ώστε αυτό εδώ το «West Side Story» να βγαίνει στις αίθουσες με ακόμα μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση: έχοντας παραμείνει πάνω από ένα χρόνο στο συρτάρι, έρχεται, τελικά, ακριβώς 60 χρόνια μετά την ταινία των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς. Έρχεται λίγες μέρες μετά το θάνατο του Στίβεν Σόντχαϊμ, του τελευταίου αυτής της μαγικής δημιουργικής ομάδας, κάνοντας τους δικούς του στίχους στο λιμπρέτο του μιούζικαλ, όπως και την αγέραστη μουσική του Λέναρντ Μπέρνσταϊν, να λάμπουν με νέα δυναμική, χωρίς να έχει αλλάξει ούτε μια νότα, ούτε μια λέξη (σχεδόν). Κι έρχεται στην καρδιά της εποχής όπου ο «παραδοσιακός» κινηματογράφος, της μεγάλης οθόνης, της σκοτεινής αίθουσας και της ομαδικότητας του κοινού, αμφισβητείται όσο ποτέ, για ν’ αποδείξει ότι αυτό το κινηματογραφικό μεγαλείο έχει τη δική του, μοναδική κι αξεπέραστη αξία.
Κι έτσι ο Σπίλμπεργκ σ’ έχει βουρκωμένη από την αρχή: για την ομορφιά του σινεμά που, όχι, δεν πέθανε, αλλά ζει μέσα στην ίδια την ιστορία του. Και συνεχίζει. Ανοίγοντας το φιλμ με αχόρταγα πλάνα της Νέας Υόρκης, την αναπαριστά σαν ν’ αναπνέει ακόμα στο ’50 της υπόθεσης, σχεδιασμένη από έναν αμετανόητο geek και λάτρη (και) του παρελθόντος, σαν το θεατρικό σκηνικό που έκανε αυτό το μιούζικαλ διάσημο, σαν να είναι γυρισμένη με μεστό τεκνικολόρ, χωρίς να την εκμοντερνίσει, καταφέρνοντας, όμως, χάρη στη λαμπερή εικαστικότητά του και το επιθετικό μοντάζ του, να κάνει το θεατή να νιώθει πως η ταινία εκτυλίσσεται στο παρόν.
Και για έναν παραπάνω, καθηλωτικό λόγο: χωρίς να έχει αλλάξει ίχνος από την ιστορία της, βασισμένης, φυσικά, στο τραγικό ρομάντζο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, η ταινία μοιάζει πιο επίκαιρη, σήμερα, απ’ ό,τι όταν γράφτηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Μια ιστορία που μιλά για την αστική βία («τώρα μπορώ να τραβήξω τη σκανδάλη, γιατί τώρα μισώ»), το ρατσισμό, την ιδεοληψία της αστυνομίας, που εξυψώνει την κουλτούρα του λατινοαμερικανικού πολιτισμού, των μεταναστών, μοιάζει γραμμένη για την Αμερική της Τραμπ-ικής εποχής που, ακόμα, λίγο έχει αλλάξει, αλλά και για την παγκόσμια μισαλλοδοξία. Κι αυτό ο Σπίλμπεργκ το υπογραμμίζει με δυο εκπληκτικά ευρήματα.
Κρατώντας τους διαλόγους των Πορτορικανών ηρώων στα ισπανικά, χωρίς υπότιτλους, προκαλώντας μια προσπάθεια κατανόησης και συμμετοχής. Και δημιουργώντας, σε μια από τις λίγες τροποποιήσεις στο σενάριο (με την υπογραφή του Τόνι Κούσνερ, του «Μονάχου» και του «Λίνκολν», να επεξεργάζεται το σενάριο του Άρθουρ Λόρενς), ένα νέο ρόλο, αυτόν της Βαλεντίνα, της μεσόκοπης φαρμακοποιού (ναι, του Σέξπιρ) Πορτορικάνας που παντρεύτηκε τον «γκρίνγκο», που βίωσε μια «εξαίρεση αποδοχής», σαν αυτή που οι ήρωες της ταινίας δεν θα γνωρίσουν. Την οποία ερμηνεύει, ζεστά κι ευαίσθητα, η Ρίτα Μορένο, η «Ανίτα» του πρωτότυπου κινηματογραφικού «West Side Story», στην οποία έχει δοθεί, αυτή τη φορά, το τραγούδι «Somewhere», επειδή εκείνη έχει διανύσει τις δεκαετίες της ζωής και γνωρίζει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει. Και τα δάκρυα συνεχίζονται.
Σε μια Νέα Υόρκη της ταξικής ανάπλασης, δυο συμμορίες, οι Σαρκς, παιδιά Πορτορικάνων μεταναστών και οι Τζετς, παιδιά Ευρωπαίων μεταναστών, Ιταλών, Πολωνών, μάχονται για την κυριαρχία στην υποβαθμισμένη γειτονιά τους, η οποία, με τραγική ειρωνεία, πρόκειται να κατεδαφιστεί για να χτιστεί το Λίνκολν Σέντερ. Καταραμένοι ήρωες, ή, όπως ειρωνεύεται ο αστυνομικός Σρανκ, «οι τελευταίοι των Καυκάσιων που δεν τα κατάφεραν», παιδιά χαμένα από χέρι. Εκεί ζει ο Τόνι, πρώην Τζετ, που έχει μόλις αποφυλακιστεί: ένα χρόνο νωρίτερα κόντεψε να σκοτώσει έναν Αιγύπτιο μετανάστη κι η επαφή του με το έγκλημα και τη φυλακή τον έχει αλλάξει, τον έχει κάνει πασιφιστή. Όμως ο κολλητός του, ο Ριφ, πεινάει για μια ακόμα μάχη με τους Σαρκς – το ίδιο κι ο αρχηγός τους, ο Μπερνάρντο, με την εκρηκτική φιλενάδα, την Ανίτα και την ευάλωτη, αθώα αδελφή του, τη Μαρία. Ο Τόνι κι η Μαρία θα γνωριστούν, θα ερωτευτούν κεραυνοβόλα και θα διεκδικήσουν μια κοινή διαδρομή που, φυσικά, η ζωή, ο Σέξπιρ και η προκατάληψη θα τους στερήσουν με τον πιο δραματικό τρόπο.
Αν η ομάδα του πρωτότυπου «West Side Story» ήταν μνημειώδης, άλλο τόσο αποδεικνύεται και του νεότερου, φυσικά στη σκηνοθεσία και στο μοντάζ, στις καινούριες αλλά συνδεδεμένες με τις παλιές, χορογραφίες, κυρίως στη μαγική, σύνθετη, κινηματογραφική κι όσο χρειάζεται «ψεύτικη», ζωγραφιστή, φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι, με τους απέραντους ουρανούς και τις αυστηρά, «ταξικά» και πάλι, διαχωρισμένες χρωματικές παλέτες, σε κόκκινο, κεραμιδί, κίτρινο για τους Σαρκς, σε clean-cut μπλε και γκρι για τους Τζετς, κατά στιγμές ιλουστρασιόν, κατά στιγμές βρώμικη, σαν τις σκηνές της βίας της ταινίας, πιο ρεαλιστικής, πιο άγριας από παλιά.
Όσο για τους πρωταγωνιστές της ταινίας, πρόσωπα φρέσκα, ο Άνσελ Έλγκορτ έχει εκπληκτική φωνή αλλά μια μάλλον αδύναμη, εφηβική, «φλόρικη» παρουσία, η Ρέιτσελ Ζέγκλερ είναι ευάλωτη σαν μίσχος κι όμορφη σαν καυτερή πιπεριά, ο Μάικ Φάιστ ως Ριφ διαπερνά αιχμηρά την οθόνη, ο Μπερνάρντο του Ντέιβιντ Άλβαρεζ είναι οξύθυμος και βελούδινος μαζί. Είναι, όμως, η Αριάνα Ντεμπόουζ, στο ρόλο της Ανίτα, η αληθινή αποκάλυψη της ταινίας, μια παρουσία εθιστική – ή μεθυστική – με μια εκπληκτική μετάπτωση από τη χαρά της ζωής στο πένθος, μια ηθοποιός και τραγουδίστρια εκρηκτική που σίγουρα έχει μπροστά της μια τεράστια καριέρα. Άλλωστε, αν το πρώτο «West Side Story» τιμήθηκε με δέκα Όσκαρ, ποιος ξέρει πόσα και σε ποιες κατηγορίες θα διεκδικήσει αυτό εδώ.
Κι έτσι, τιμώντας το παρελθόν, θυμίζοντας τα μηνύματά του, παίζοντας με την τέχνη του σινεμά, με το ψέμα του και τις επώδυνες αλήθειες του, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αποδεικνύει γιατί ένα ριμέικ του «West Side Story» έχει νόημα: ο άνθρωπος που έβαλε έναν εξωγήινο να πετά μπροστά από το δικό μας φεγγάρι, ελπίζει σε καλύτερες μέρες και διαλέγει τον πιο όμορφο τρόπο για να το πει.