Μπέμπα Μπλανς: Μ' αρέσει να 'σαι μάγκισσα
Η ανεπανάληπτη Μπέμπα Μπλανς και η παραμυθένια ζωή της πάνω και μακριά από τις πίστες.
Η ξανθιά Καρυάτιδα της πίστας με το ξενόφερτο όνομα Μπέμπα Μπλανς είναι πια κάτι σαν θρύλος για εμάς που τη χαζεύουμε στα ασπρόμαυρα πλάνα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Η κατά κόσμον Αγγελική Κωνσταντοπούλου αρνήθηκε πεισματικά να αλλάξει το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, ακόμα και ενώπιον του αβρού εταιρειάρχη Αλέκου Πατσιφά.
«Έτσι με ξέρει ο κόσμος» του είπε. Εκείνος γέλασε με το θράσος της άσημης αλλά πολλά υποσχόμενης τραγουδίστριας. Η Μπέμπα δεν άλλαξε ποτέ το όνομά της και πέρασε με αυτό το καπρίτσιο στην αθανασία. Ο Ζαμπέτας την προσφωνούσε Μπέμπα Μπλου. Αναφέρει ότι έπεσε πάνω της εν έτει 1961 στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Εκείνη οδηγούσε ένα αυτοκινητάκι Σκόντα. «Σταματάει μπροστά μου η Μπλου και μου λέει [έλα να σε πάω σπίτι σου]». Την είχε προσέξει στην ταβέρνα του Βλάχου, στην Ιερά Οδό, όπου δούλευε τότε η Μπέμπα.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Της πρόσφερε αφειδώλευτα την ευκαιρία να βαδίσει ακτινοβόλα στην πασαρέλα της επιτυχίας. Το κορίτσι με το αστείρευτο μπρίο, με τις στιλιστικές ακρότητες αλλά και την ουράνια γοητεία κατάφερε να ζήσει και να γευθεί όσα ποθεί ένας άνθρωπος σε αυτό το πανηγύρι της ματαιοδοξίας που λέγεται ζωή.
Τραγουδίστρια ζυμωμένη με την παράδοση που δημιούργησε για φωνές κοντράλτο η Πόλυ Πάνου, άφησε το χνάρι της πάνω στο «Καράβι» του Ζαμπέτα και στο «Μιας πεντάρας νιάτα» και ψήλωνε ερμηνευτικά με το «Έναν αητό αγάπησα» ή το «Πήρες λάθος μονοπάτι» του Γιάννη Σπανού. Αλλά εκεί όπου η Μπέμπα Μπλανς διέπρεψε ήταν η μεγάλη πίστα της ζωής. Έρωτες, πλούτη, η μεγάλη ζωή που ονειρευόταν η ελληνική ψυχή της στα δίσεκτα χρόνια μιας μετεμφυλιακής έρημης χώρας. Και πόσα δεν γράφτηκαν για αυτήν την ασυναγώνιστη γόησσα. Βίος μυθιστόρημα: ακριβά αυτοκίνητα, ξετρελαμένοι μνηστήρες, θύματα της γοητείας της, λεφτάδες αλλά και μούτρα της νύχτας κι ανάμεσά τους ο διαβόητος Σαλονικιός. Γυναίκες και άντρες μαγνητίζονταν από το χνούδι της φωνής της και το αγέρωχο παράστημα, από τις ενδυματολογικές της προκλήσεις και το μάγκικο λίκνισμα.
ΜΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΑΜΥΑΛΗ
«Κουκούτσι μυαλό η Μπέμπα» συνήθιζε να λέει ο πρώτος ευεργέτης της, ο Γιώργος Ζαμπέτας. «…το μυαλό ήτανε αλλού. Πολύ τρελή, πολύ παλαβιάρα, γι’ αυτό και δεν κατόρθωσε να γίνει η μεγάλη καλλιτέχνιδα, αν κι ήτανε μεγάλη δεν μπόρεσε να πατήσει στο σανίδι σαν κυρίαρχη, σαν αυτοκράτειρα όπως γίνανε οι άλλες, Μαρινέλλα, Δούκισσα, Μοσχολιού». Με την ίδια λογική όμως ποιος μπορεί να καταλάβει τον Ζαμπέτα; Η συνθετική και εκτελεστική του φινέτσα κατακερματιζόταν στην πίστα, όπου επέμενε να κάνει τον «γελωτοποιό του βασιλιά» αυτός που ήταν βασιλιάς. Η Μπέμπα Μπλανς ίσως του θύμιζε λίγο τον εαυτό του, γι’ αυτό και θέλησε τόσο να τη βοηθήσει. Το τέλος ήταν πικρό για τη συνοδοιπορία τους. Της πρότεινε τον «Αλήτη» κι εκείνη το απέρριψε. «Γιώργο, δεν έχεις κανένα άλλο καλύτερο;» του είπε και η συνεργασία χάλασε. «[Άμυαλη γυναίκα], μουρμούρισε και ανέβηκε στο στούντιο να της ζητήσει να φύγει» θυμάται η Κατερίνα Ζαμπέτα. Για ακόμα μια φορά, όπως και με την Πόλυ Πάνου, που λίγα χρόνια πριν είχε απορρίψει τις συνθέσεις του, κερδισμένη βγήκε η Βίκυ Μοσχολιού, η οποία πρόσθεσε ακόμα ένα διαμαντάκι στη συλλογή της.
Η ΜΠΕΜΠΑ ΚΑΙ ΟΙ… ΑΛΛΕΣ
Η σχέση αυτής της αμαζόνας με τις άλλες γυναίκες δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι αρμονική. Το αδιαπραγμάτευτο σεξ-απίλ της σε έκανε είτε να τη φθονήσεις είτε να την ερωτευτείς βαθιά. Η Σωτηρία Μπέλλου, που ήταν επιρρεπής σε τέτοιους έρωτες, κόντεψε να εγκληματήσει για χάρη της. Το επεισόδιο ανασύρει ο Ανδρέας Γιακουμέλλος, γκαρσόνι τότε στο χειμερινό «Φαληρικόν» της οδού Ηπείρου. «Την είχε καψουρευτεί άσχημα τη νεαρή καλλονή και σαν την είδε με τον συνοδό της, η Σωτηρία τράβηξε σπασμένο μπουκάλι». Στα χρόνια της μεταπολίτευσης ο κυρ-Αντρέας ανέλαβε το θρυλικό αυτό μαγαζί στο οποίο τραγούδησε για τελευταία φορά ο Καζαντζίδης και δημιούργησε το πασίγνωστο ροκ μπαρ «Κύτταρο».
Ένα άλλο επεισόδιο αφηγείται η ίδια η Μπέμπα Μπλανς σε μια από τις όψιμες συνεντεύξεις της: «Η Πόλυ Πάνου ήθελε να με διώξει από το μαγαζί που δουλεύαμε μαζί. Αγόρασα κι εγώ ένα σκυλί και το ονόμασα Πόλυ. Φρόντιζα να περνώ μπροστά από το πάλκο με το σκυλί και μπροστά της το φώναζα [Πόλυ]».
Οι στιλιστικές της ακρότητες δεν είχαν όριο. Έχει τραγουδήσει ακόμα και με μαγιό στην πίστα! «Με το νυχτικό σου ήρθες να τραγουδήσεις;» της είπε κάποτε ο Ζαμπέτας, προσπαθώντας να σβήσει τις φωτιές που είχε ανάψει η Μπέμπα καβγαδίζοντας με την Τζένη Βάνου και τη Γιοβάννα που συμμετείχαν στο μουσικό σχήμα.
Ο ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ, Ο ΜΠΕΜΠΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΤΖΟΥΚ ΜΠΟΞ
Η τραγουδίστρια που τόλμησε να τραγουδήσει το κλασικό «κομπολογάκι» του Μητσάκη σε ρυθμό σέικ δεν είχε όμοιό της σε νάζι και σκέρτσο. Κι ήταν τόσο φυσικό όλο αυτό το παραλήρημα, που προκαλούσε στο πέρασμά της.
Ακόμα και ο μεγάλος Μπέμπης, ο μπουζουξής πάνω κι από τον Χιώτη, σκόνταψε στη γοητεία της. Κανείς δεν ξέφευγε από τα δίχτυα της. Εκείνη παντρεύτηκε τον «βασιλιά των τζουκ μποξ», αλλά τα βρήκε σκούρα και με τον διαβόητο Σαλονικιό, ο οποίος την είχε βάλει στο μάτι, την εκβίαζε και απειλούσε τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα. Υπάρχει βέβαια κι εκείνος ο άγριος ξυλοδαρμός ξημερώματα από δύο «αγνώστους», για τον οποίο η ίδια δεν θέλησε ποτέ να προβεί σε αποκαλύψεις. Η Μπέμπα ήταν πρώτα απ’ όλα μαγκάκι, η γυναίκα που θα μπορούσε να έχει ονειρευτεί ο Στέλιος Κερομύτης όταν τραγουδούσε προπολεμικά το ρεμπέτικο «Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα». Πιο μάγκισσα από την Μπέμπα Μπλανς δεν γίνεται.
Η ΜΠΕΜΠΑ… ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
Κι αφού η ξανθιά Καρυάτιδα όργωσε τα μαγαζιά της Αθήνας αλλά και της Νέας Υόρκης, «μεθώντας» το κοινό της με τον μοναδικό της μαγνητισμό, ήρθε η στιγμή να κατέβει από τη σκηνή, πιο γρήγορα από ό,τι ίσως θα περίμεναν πολλοί. Δεν ήθελε όπως είπε να τη λυπούνται κι έφερε το παράδειγμα της Σοφίας Βέμπο, που την είδε στις εσχατιές της καριέρας της και ράγισε η καρδιά της από τον αθέλητο οίκτο.
Αλλά η Μπέμπα Μπλανς δεν «πέθανε» καλλιτεχνικά. Η εκθαμβωτική της αύρα έμεινε στον χρόνο κι όταν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ανέβασε το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη τής πρότεινε έναν ρόλο! Με το αφοπλιστικό της χιούμορ, που δεν της έλειψε ποτέ, σχολίασε πως επιτέλους θα την απαθανάτιζαν οι θαυμαστές με τα κινητά αφού στην εποχή της μεγάλης της ακμής η τεχνολογία δεν έδινε τέτοιες ευκολίες. Με το ίδιο χιούμορ αντιμετώπισε και την αρρώστια όταν ήρθε παρασύροντάς τη σ’ ένα σχετικά πρόωρο τέλος. Άλλωστε, είπαμε: η Μπέμπα Μπλανς ποτέ δεν πεθαίνει!
ΤΟ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ
Τελικά, ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της Μπέμπα Μπλανς; Ως τραγουδίστρια θα μπορούσε να βρίσκεται στην ουρά των ερμηνευτριών που δημιούργησε η μεγάλη Πόλυ Πάνου. Ωστόσο, η Μπέμπα ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή λαϊκή ντιζέζ. Η φωνή της διέθετε μια ατόφια ροκιά για την οποία σήμερα θα ήταν ίσως ακόμα πιο περιζήτητη. Η σκηνική της παρουσία επισκιάζει κάθε θηλυκό της εποχής της. Δεν είχε την τύχη ή την πρεμούρα να κάνει τη δισκογραφία της Μαρινέλλας ή της Βίκυς Μοσχολιού, αλλά το μπρίο της αρκούσε για να την επιβάλει. Δημιούργησε δικαίως έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό της. Η ακτινοβολία της φαντάζει ανεξήγητη, αλλά ίσως και να μην είναι. Φρόντισε με μια τολμηρή αισθητική εικόνα της στα χρόνια της ακμής της και η αύρα που την περιέβαλλε διασώθηκε σ’ έναν μεγάλο βαθμό ακόμα και σε μια ηλικία που δεν θα περίμενε κανείς. Τελικά, η γοητεία είναι μια ιδιότητα που μπορεί να ξεγελάσει τον χρόνο αλλιώς είναι κάλπικη κι η Μπέμπα Μπλανς μπορεί να ήταν ένα σωρό πράγματα, αλλά όχι κάλπικη.
ΑΠ’ ΤΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΜΗΛΑ
Σε αυτό το καρουζέλ της διασημότητας πάνω στο οποίο στροβιλίστηκε η Μπέμπα Μπλανς, είτε ως «μούσα» του Ζαμπέτα και του Σπανού είτε ως αγαπημένο κορίτσι του σινεμά αλλά και της νυχτερινής ζωής, βρέθηκαν πολλά από τα είδωλα της εποχής της. Όλως περιέργως τα περισσότερα από αυτά απαξιώθηκαν από ένα ανεξήγητο καπρίτσιο του χρόνου, που παίρνει τόσο γρήγορα τη λάμψη από τα πρόσωπα των ανθρώπων. Πού πήγαν όλες εκείνες οι ηγεμονικές βραδιές στα κέντρα διασκέδασης, όπου βαθύπλουτοι άντρες έπιναν σαμπάνια στο γοβάκι της και έριχναν στα πόδια της περιουσίες; Στη θρυλική «Σπηλιά» της Νέας Υόρκης η Μπέμπα άφησε εποχή με τα θύματα της γοητείας της, ανάμεσα στα οποία συγκαταλεγόταν και ο Κότζακ, ο εμβληματικός Τέλυ Σαβάλας. Ο γάμος της με τον πάμπλουτο Παύλο Κωνσταντόπουλο θα μπορούσε να της έχει εξασφαλίσει ισόβια τον παράδεισο επί της γης. Κι όμως, από το πολυτελές σπίτι της πλατείας Ρηγίλλης βρέθηκε χωρίς να το πολυκαταλάβει στην «κρυψώνα» της Κυψέλης πληρώνοντας το ενοίκιο με το πενιχρό εισόδημα που της απέμεινε στο τέλος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ