Πότισε το λουλούδι! Πριν μαραθεί…

«Μα τι να γράψω; Την διεύθυνσή μου μοναχά, ίσως προφτάσω. Παράξενο να πήζει το μελάνι. Μέσα απ’ την φυλακή σας γράφω, στην Ελλάδα.»

Πότισε το λουλούδι! Πριν μαραθεί…

Μ’ ένα σπιρτόξυλο για πένα, με αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι, φυλακισμένος σε έναν ειδικά για εκείνον φτιαγμένο χώρο- αντίγραφο τάφου, εκείνος, βρίσκει τρόπο να γράψει.

«Δεν είχε τουαλέτα, απλώς μια τρύπα υπονόμου στο έδαφος. Ενώ έξω χιόνιζε, δεν είχε τζάμι στο παράθυρο, αλλά μόνο κάγκελα. Κι αντί για κρεβάτι, ένα μουσκεμένο στρώμα».
Κάπως έτσι περιγράφουν, άλλοι κρατούμενοι, το κελί του Αλέξανδρου Παναγούλη.

Γιος του Βασίλειου Παναγούλη, αξιωματικού του στρατού ξηράς, και της Αθηνάς Κακαβούλη. Γεννηθείς, τον Ιούλιο του 1939. Σπουδαστής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, της Σχολής Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων.

Τον Νοέμβρη του 1968, ο Αλέξανδρος Παναγούλης, καταδικάζεται από το Στρατοδικείο, δις εις θάνατον. Γιατί στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους, αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ενεργοποιώντας εκρηκτικό μηχανισμό, στην περιοχή του Σουνίου, από όπου και πέρασε το αυτοκίνητο του δικτάτορα.

«Δεν επεδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο», θα πει λίγα χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην σύντροφο της ζωής του, Οριάνα Φαλάτσι.

Το σχέδιο δράσης του, το εκπόνησε στην Κύπρο όπου και αυτοεξορίστηκε αφού λιποτάκτησε από τον στρατό – καθότι το πραξικόπημα επιβλήθηκε την περίοδο που εκείνος υπηρετούσε την θητεία του- με την συνδρομή του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Αλλά απέτυχε, δεδομένου ότι η εκπυρσοκρότηση δεν συντελέστηκε στον σωστό χρόνο. Το αποτέλεσμα ήταν ο Παναγούλης να συλληφθεί, να βασανιστεί άγρια, να μεταφερθεί ημιθανής στο νοσοκομείο, να δικαστεί και τελικά να καταδικαστεί. Ωστόσο, ύστερα από εντονότατες πιέσεις της διεθνούς κοινότητας, η εκτέλεσή του, αναβάλλεται.

Εν τω μεταξύ εκείνος έχει μεταφερθεί στις φυλακές του Μπογιατίου, όπου υφίσταται απίστευτα μαρτύρια: Εικονικές εκτελέσεις, εντοιχισμό και άλλα φρικώδη από τους βασανιστές της Χούντας. Τον Ιούνιο του 1969, καταφέρνει να δραπετεύσει. Συλλαμβάνεται εκ νέου. Βασανίζεται εκ νέου.

Σκοτώνεται την 1η Μαϊου του 1976, σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το fiat mirafiori που οδηγεί βγαίνει εκτός ελέγχου. Είναι η εποχή που έχει αρχίσει να δημοσιεύει αρχεία της ΕΣΑ που αποδεικνύουν συνεργασίες κάποιων πολιτικών και άλλων… επιφανών, με το καθεστώς των Συνταγματαρχών, οπότε ελάχιστους πείθει η εκδοχή του αυτοκινητικού.

Όπως ο ίδιος είχε γράψει «Κέρδιζα μια ζωή, ένα εισιτήριο για τον θάνατο».
Όσο για την παρακαταθήκη του; Και πάλι σε κάποιο ποίημά του, αξίζει να την αναζητήσουμε. Ίσως όχι μόνο στο δημοφιλές μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη «Πάλης ξεκίνημα», αλλά σε ένα λιγότερο γνωστό :
«Μην κλαις για μένα. Ας ξέρεις πως πεθαίνω, να με βοηθήσεις δεν μπορείς. Μα δες εκείνο το λουλούδι. Για εκείνο που μαραίνεται σου λέω. Να το ποτίσεις».