«Το Ικρίωμα» στο Ίδρυμα Θεοχαράκη
Το Ίδρυμα Θεοχαράκη παρουσιάζει τη νέα έκθεση του THF Raw με τίτλο «Το Ικρίωμα» από τον Georges Salameh.
Στην εικαστική εγκατάσταση Το Ικρίωμα, ο Georges Salameh χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο σμιλεύεται η μνήμη με τα θραύσματα της λήθης που την περιβάλλουν, και μαζί τους, η ατομική και συλλογική υπαρξιακή μας αντίφαση. Μνημεία και εικόνες αναδιατυπώνουν, ως στιγμιαίες προβολές, το αέναο ταξίδι της επιστροφής, και μαζί με αυτό, μια ύπαρξη σε διαρκή εξορία, μια φθαρμένη νοσταλγία και τον θάνατο μιας επισφαλούς χρονολόγησης της Ιστορίας.
Στον πέμπτο όροφο του Ιδρύματος Θεοχαράκη, με θέα την Ακρόπολη και το Κοινοβούλιο, ο Ελληνολιβανέζος καλλιτέχνης στήνει ένα εφήμερο εργοτάξιο, δια μέσου του οποίου διαπραγματεύεται το οδοιπορικό των προγόνων του, οι οποίοι υπέμειναν τα δεινά της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922. Ακολούθησε ο επαναλαμβανόμενος ξεριζωμός του ιδίου και της οικογένειάς του, μετά το ξέσπασμα του πολυετούς εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο το 1975, και η υπόσχεση μιας νέας ζωής στην Αθήνα.
Το εργοτάξιο παρουσιάζεται με διττή μορφή, ως μνημείο υπό αναστήλωση και ως ανασκαφικό εύρημα αναδυόμενο από τα βάθη της γης. Στο Sweeper (2004), μια μαρμάρινη πλάκα φέρει στην επιφάνειά της μια έγχρωμη εικόνα όπου απεικονίζεται η πρόσοψη των Προσφυγικών κτηρίων ή αλλιώς Κουντουριώτικων επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, και η οποία, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καλύφθηκε με μια φωτογραφική αναπαραγωγή του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, προκειμένου να παραμείνει κρυφή η εικόνα εγκατάλειψης και εξαθλίωσης τους. Πίσω από το ριγμένο από το αυγουστιάτικο μελτέμι παραπέτασμα, αναδύεται η πρόσοψη με τις σκαλωσιές στήριξης, η οποία παραπαίει. Αποκαλύπτεται, έτσι, μια στρωματογραφία ιστορικών πραγματικοτήτων που συνυπάρχουν με τον χρόνο της λήψης ως ζωντανός ιστός διάψευσης, αλλά και ως πεδίο δυνητικής προβολής.
Το έργο αυτό συνδιαλέγεται με ένα δεύτερο έργο που αποτελείται από τη φωτογραφία Πύλη (2019) και την αρχειακή ταινία μικρού μήκους White Middle Sea (2010). Η Πύλη απεικονίζει το Μνημείο Μικρασιατών στη Σάμο, το οποίο είναι διαρθρωμένο από Ιωνικούς κίονες και φέρει χαραγμένα τα ονόματα των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Το κτίσμα νοηματοδοτείται ως μια μνημειακή πύλη στο μέλλον, εν αναμονή ή διάψευση μιας νέας αρχής, και απευθύνεται σε όλους τους πρόσφυγες, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Μεσογείου. Το White Middle Sea από την άλλη, βασισμένο σε αρχειακό υλικό Super 8 που είχε τραβήξει ο πατέρας του καλλιτέχνη, καταγράφει το πρώτο ταξίδι του Salameh από τη Βηρυτό στην Αθήνα μέσω Λάρνακας το 1976, λίγο μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου. Φαινομενικά, τα πλάνα αυτά ανακαλούν τα παιδικά του χρόνια τα οποία, στην πραγματικότητα, όμως, έχουν εξαφανιστεί. «Η παιδική μου ηλικία έχει γίνει για μένα ένα είδος τοπίου», γράφει ο καλλιτέχνης, «δεν έχω πλέον πραγματική ανάμνηση αυτής της εποχής». Για να προσθέσει: «Δεν είμαστε άραγε το τοπίο όλων όσων έχουμε δει;» Τα μνημειακά θραύσματα συλλογικής μνήμης συμπληρώνονται εδώ από μια προσωπική μαρτυρία που δεν έχει τόσο στόχο να δημιουργήσει έναν αντι-μνημονικό χώρο, αλλά να διερευνήσει, να ανανοηματοδοτήσει και εν τέλει, να συμφιλιωθεί με τον τρόπο με τον οποίο κυοφορείται η μνήμη και το παράδοξο αλλά αναγκαίο συμπλήρωμα της, η λήθη.