Πώς να χωρέσει η μνήμη, τόση φρίκη, τόσο τρόμο;

Η 13η Σεπτέμβρη έχει οριστεί ως ημέρα μνήμης ενός γεμάτου πόνο και αίμα κεφαλαίου της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας: Της Μικρασιατικής καταστροφής. 

Πώς να χωρέσει η μνήμη, τόση φρίκη, τόσο τρόμο;

«Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου και φυσικά αναφέρεται στην Μικρασιατική Καταστροφή.

Η 13η Σεπτέμβρη έχει οριστεί ως ημέρα μνήμης, αυτού του γεμάτου πόνο και αίμα κεφαλαίου, της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας.

Για το πόσοι θάφτηκαν σε εκείνα τα «ματωμένα χώματα», υπάρχουν ασφαλώς κάποια στοιχεία.

Επειδή ωστόσο οι τραγωδίες, ούτε «χωράνε», ούτε «καλύπτονται» από τους αριθμούς, δεν θα αναφέρω αριθμό νεκρών, τραυματιών και προσφύγων. Μόνο θα παραθέσω τα στοιχεία που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με υπόμνημά του στην Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, το 1919. Σύμφωνα λοιπόν με το υπόμνημα του τότε Πρωθυπουργού της Ελλάδας, στην Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.00 Έλληνες. Στην Θράκη και στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000, στην Τραπεζούντα 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 ‘Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού. Μάλιστα αυτό το 20%, κυριαρχούσε οικονομικά και είχε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική κληρονομιά, παρότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.

Σε εχθρικό περιβάλλον; Για να είμαι ειλικρινής, από τις διηγήσεις του παππού και της γιαγιάς μου –προσφύγων και ορκισμένων Βενιζελικών-, δεν θυμάμαι να αποκόμισα ποτέ την αίσθηση ότι πριν από την Καταστροφή, εισέπραξαν μίσος και έχθρα από τους Τούρκους. Το γνωστό τραγούδι, σε μουσική Απόστολου Καλδάρα και στίχους Πυθαγόρα «Μες στου Βοσπόρου τα στενά», το αγάπησα νωρίς, γιατί «έδενε» απόλυτα, με τις αναμνήσεις των γονιών του πατέρα μου: «Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός, κι εγώ λαός κι εσύ λαός. Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ».

Κι όμως αυτή η αρμονική συμβίωση κατέληξε σε σκηνές τρόμου. Σε σκηνές όπου μικρά παιδιά, παρακαλούσαν για έναν λιγότερο τρομακτικό θάνατο : «Μαμά, μην καούμε, να πνιγούμε», έλεγαν βλέποντας από την μια την πόλη ολόκληρη στο εσωτερικό της να καίγεται και από την άλλη ανθρώπους να προσπαθούν μάταια να πιαστούν από τις κουπαστές των συμμαχικών καραβιών : «Η Σμύρνη μάνα χάνεται, τα όνειρά μας πάνε, στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε»

Είναι βέβαιο ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της τραγωδίας, γράφτηκε στη θάλασσα. Και στα πλοία που επισφράγισαν την φρίκη και τον τρόμο σε αυτό το σκηνικό, γιατί από μέσα διαφυγής, μετατράπηκαν σε υδάτινες νεκροφόρες.

Δύο χρόνια μετά, το 1924 δηλαδή, το βρετανικό πλοίο-φορτηγό με το όνομα «Ζαν Μ.» φορτώνεται με 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα, από τα Μουδανιά, την θάλασσα του Μαρμαρά, για να μεταφερθούν σε γαλλικές βιομηχανίες της Μασσαλίας. Τα ανθρώπινα οστά πουλήθηκαν για να γίνουν ζωοτροφές, λίπασμα και… «ποιοτικά οδοντριατρικά υλικά», δηλαδή σφραγίσματα!..

Όπως αποκαλύφθηκε, τον Δεκέμβριο του 1924, η εθνικιστική κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ πούλησε 400 τόνους οστά σε Γάλλους επιχειρηματίες για «βιομηχανική χρήση». Επρόκειτο για τα οστά 50.000 ανθρώπων -Ελληνοποντίων και Αρμενίων- που είχαν… «περισσέψει», αφού είχαν μείνει άταφα κατά την Μικρασιατική Καταστροφή.

Το θέμα φαίνεται ότι έγινε γνωστό και προκάλεσε έκπληξη σε κάποιους κύκλους.

Η εφημερίδα «New York Times» τον Δεκέμβριο του 1924 έχει σχετικό άρθρο με τίτλο: «Μια απίθανη ιστορία με ένα φορτίο από ανθρώπινα οστά». Για το ίδιο θέμα η γαλλική εφημερίδα «Midi» έχει τίτλο: «Πένθιμο φορτίο».

Πένθιμο φορτίο!

Αβάσταχτο φορτίο που η συλλογική μνήμη πάντα θα κουβαλά.