«Καίγεται η κουζίνα του επάνω»
Εκείνη τη χρονιά, μια αγέλαστη οικογένεια νοίκιασε το τριάρι του 2ου, ακριβώς κάτω από το δικό μας.
Όλοι μιλούσαμε για τη φωτιά που είχε κάψει το σπιτικό τους -σε κάποιο προάστιο ήταν- και τους είχε φέρει στην πολυκατοικία της Φωκίωνος Νέγρη. Χρονιά '84, '85, κάτι τέτοιο.
Ένα νυσταγμένο πρωί, το γκαζάκι για τον ελληνικό καφέ γέμισε φλόγες την κουζίνα μας. Δεν ξέρουμε να σβήνουμε, αυτοσχεδιάζουμε. Από το φωταγωγό, ανεβαίνουν ομιλίες: "Τι γίνεται;;", ακούγεται με αγωνία η γυναίκα του 2ου. "Καίγεται η κουζίνα του επάνω", λέει άνευρα ο άντρας.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Τη σβήσαμε τη φωτιά, για καιρό μας τρομοκρατούσε η εικόνα της φλόγας, ο κρότος που έκαναν τα σπασμένα τζάμια, η ζέστη που ερχόταν απειλητικά. Μετά, τα ξεχάσαμε. Ο 3ος, τουλάχιστον, τα ξέχασε, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω. Ο 2ος παρέμεινε αγέλαστος.
Ξεχάσαμε. Το ίδιο κι όταν ύστερα από χρόνια είδαμε έκπληκτοι φλόγες να βγαίνουν από την Πρυτανεία του Πολυτεχνείου. Δουλεύαμε πλάι, στην Καποδιστρίου. Εμείς συνεχίζαμε τις μεταφράσεις μας - και πλάι η στέγη του Πολυτεχνείου φλεγόταν. Θλιμμένοι πολύ, πάντως συνεχίζαμε.
Και μετά, είδαμε την Πεντέλη, μετά την Πάρνηθα, την Ολυμπία. Μετρούσαμε ζωές κι εκείνο το καλοκαίρι. Έπειτα, η τηλεόραση έπαψε κι ο αριθμός ξεχάστηκε.
Κάποτε είδαμε και το μεγάλο ξενοδοχείο Ακροπόλ κι ύστερα το Αττικόν στη Σταδίου. Στην οδό Σταδίου, εκεί όπου είχαμε πάλι μετρήσει ζωές στις φλόγες.
Πρώτα δέος και τρόμος. Κι ύστερα, φονική Ανοσία. "Καίγεται η κουζίνα τού επάνω", είχε πει η φωνή, άνευρη, σχεδόν σβησμένη.
Το καλοκαίρι του 2018 να είναι μνήμη και το τέλος του αδιάφορου γείτονα.
Υστερόγραφο, δυστυχώς: Μια πελώρια στοίβα ξερές πευκοβελόνες σ'ένα μαντρότοιχο -κάποιος καθάρισε τη "βρωμιά" του κήπου του, πλάι- με απελπίζει. Η ανοσία συνεχίζεται χέρι χέρι με την ανοησία.