Ιστορία αίματος και χρέους

Η Ιστορία δεν κάνει εξαιρέσεις ειδικά όταν πρόκειται να γεμίσει τις σελίδες της με θηριωδίες.

Ιστορία αίματος και χρέους

«Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’ όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι της τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα».

Τα παραπάνω είναι τα όσα βίωσε και περιέγραψε ο Παναγιώτης Περγαντάς του Θωμά, 22 χρόνων τότε.
10 Ιουνίου του 1944, έγινε αυτό που η Ιστορία το έχει καταγράψει ως την «σφαγή του Διστόμου». Έτσι είναι η Ιστορία: Χρειάζεται να βρει έναν τίτλο για κάθε της κεφάλαιο. Το θέμα είναι πόσα χωράει ένας τίτλος. Το θέμα είναι αν σε μια αφήγηση σαν την παραπάνω μπορείς ή δικαιούσαι, να βάλεις τίτλο. Ακόμη κι αν είσαι η… Ιστορία.

Υπάρχουν κι άλλες αφηγήσεις. Εξίσου ανατριχιαστικές. Από τους επιζώντες. Αν μπορούσαν να μιλήσουν οι νεκροί, θα λέγανε 228 ιστορίες φρίκης. Τόσοι σφαγιάστηκαν στο Δίστομο: Ο πρώτος που αποκεφαλίστηκε ήταν ο ιερέας του χωριού. Στη συνέχεια, το μακελειό επεκτάθηκε σε άντρες, γυναίκες, σε μικρά παιδιά. Α, όλα κι όλα. Η Ιστορία δεν κάνει εξαιρέσεις. Ιδιαίτερα όταν αποφασίζει να γεμίσει τις σελίδες της με θηριωδίες.

Ένας από τους επικεφαλής που θεωρήθηκε υπεύθυνος για ό,τι έγινε στο Δίστομο, ήταν ο Χανς Τσάμπελ που μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στη Γαλλία, εκδόθηκε στην Ελλάδα, ξαναπήγε στην Γερμανία και έκτοτε δεν ξέρουμε τι ακριβώς απέγινε. Όσο για τον λοχαγό των SS που εκτέλεσε την εντολή, ήταν ο Φριτς Λάουντεμπαχ. Τα ξέρουμε αυτά, γιατί η Ιστορία, αποδίδει ευθύνες και μας δίνει ονόματα.
Αλλά αυτό δεν φτάνει. Πώς θα μπορούσε, αυτό, να φτάνει; Πώς θα μπορούσε αυτό να κάνει 228 αδικοχαμένες ψυχές να ησυχάσουν;

«Αν κάποιος νομίζει ότι μπορούν να συγχωρεθούν τα όσα έγιναν, τότε δεν έχει καταλάβει τίποτα», λέει ένας από τους επιζώντες, ο Αργύρης Σφουντούρης που τότε ήταν 3 χρόνων και που η συγκλονιστική ζωή του έγινε ταινία («Ένα τραγούδι για τον Αργύρη») σε σκηνοθεσία του Ελβετού Στέφαν Χάουπτ.

Διακεκριμένος αστροφυσικός, αφοσιωμένος στον αγώνα για την δικαίωση των θυμάτων της ιδιαίτερης πατρίδας του, πριν από λίγα χρόνια φιλοξενήθηκε στο γερμανικό κανάλι ZDF. Μίλησε για το Δίστομο, ευαισθητοποιώντας 3 εκατομμύρια Γερμανούς και γνωστοποιώντας τους ένα «θαμμένο» θέμα. Ένα θέμα που τους αφορά και πρέπει να τους αφορά. Άλλωστε καθόλου τυχαία το βιβλίο που εξέδωσε σχετικά πρόσφατα ο Σφουντούρης έχει τον εύγλωττο τίτλο «Πενθώ για την Γερμανία - Το παράδειγμα του Διστόμου». «Πενθώ και για την Γερμανία, διότι δεν θέλει να συζητήσει με τα θύματα. Δεν καταλαβαίνει το πένθος των άλλων, διότι μετά τον πόλεμο δεν τους επετράπη να πενθήσουν», εξηγεί ο συγγραφέας.
Ούτε στην Ιστορία επιτρέπεται να πενθεί. Επιβάλλεται όμως να ξεπληρώνει το χρέος που η ίδια δημιουργεί.

Με απλά λόγια, οι αποζημιώσεις του Διστόμου που διεκδικούνται εδώ και χρόνια, δεν είναι ούτε νομικό, ούτε πολιτικό θέμα. Είναι ιστορικό χρέος ενός λαού, απέναντι σε έναν άλλο.

Υ.Γ : Η φωτογραφία που έχετε δει πολλές φορές και βλέπετε και σε αυτή την ανάρτηση, δημοσιεύτηκε στο «Life», στις 29 Νοεμβρίου του 1944. Η λεζάντα ανέφερε: «Η Μαρία Παντίσκα, ακόμη κλαίει με λυγμούς, δύο μήνες αφότου οι Γερμανοί σκότωσαν την μητέρα της σε σφαγή στην ελληνική πόλη Δίστομο».

Την ώρα που την απαθανάτισε ο Dmitri Kessel, ανταποκριτής του περιοδικού, η κοπέλα στεκόταν όρθια, μπροστά σε μια σκάφη κι έπλενε τα μαύρα ρούχα της στην αυλή. Στα μαύρα ντύθηκε ολόκληρο το Δίστομο για πολλές δεκαετίες. Το χρώμα της απουσίας σφράγισε την μοίρα αυτού του τόπου. Η Μαρία Παντίσκα –Μίχα, έφυγε στις 12/3/2009, σε ηλικία 84 ετών, έχοντας κουβαλήσει το βαρύ φορτίο της συλλογικής μνήμης που χωράει κι αποτυπώνεται σ’ ένα μονάχα βλέμμα. Ένα βλέμμα τόσο αβάσταχτα πονεμένο.