Ο Μακάντου είναι 66 χρονών

Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για το Final 4, που μετράει 30 χρόνια ζωής. Ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής στην πρώτη διοργάνωση και πότε ο Γκάλης ήπιε μια μπύρα.

Ο Μακάντου είναι 66 χρονών

Ο Μπομπ Μακάντου έγινε 66 χρονών. Πριν από 30 χρόνια, στο πρώτο φάιναλ-φορ της σύγχρονης ιστορίας, ήταν 36. Ο πολύπειρος ΝΒΑερ πρωταγωνιστούσε στο παρκέ του Φλάντερς Εξπο της Γάνδης και έδινε στην Τρέισερ Μιλάνο το δεύτερο συνεχόμενο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Σε δυο αγώνες, ο γερόλυκος Μπομπ, είχε σκοράρει 64 πόντους: 39 εναντίον του Άρη και 25 κόντρα στη Μακάμπι.

Παρότι είχε φάει το μπάσκετ με το κουτάλι, έχοντας παίξει 14 χρόνια στο ΝΒΑ (με μέσο όρο πόντων καριέρας 22.1, ανά αγώνα και δυο δαχτυλίδια ΝΒΑ με τους Λέικερς το 1982 και το 1985) ο Μακάντου (που έγινε... σύνθημα των ΠΑΟΚτσήδων) έμεινε στην Ευρώπη μέχρι τα 42, παίζοντας μέχρι την Α2 (!) της Ιταλίας, οδηγώντας την Φαμπριάνο στην άνοδο. Μετά γύρισε στην Αμερική και βρέθηκε για αρκετά χρόνια στον πάγκο Μαϊάμι Χιτ, σαν βοηθός προπονητή, κερδίζοντας άλλα τρία πρωταθλήματα. Πέρσι συνόδεψε το Νίκο Γκάλη στην είσοδο του μεγάλου Έλληνα μπασκετμπολίστα στο Hall of Fame.

Η ιδέα της FIBA να διαλέξει το φάιναλ-φορ ως το κορυφαίο ραντεβού κάθε χρόνου, για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, ήταν ίσως η καλύτερη που είχε ποτέ η διεθνής ομοσπονδία. Ο όμιλος των... οκτώ ομάδων, στην πρώτη διευρυμένη Ευρωλίγκα της σεζόν 1987-88, είχε σαν κατάληξη το ραντεβού σε ένα αχανές εκθεσιακό κέντρο στην “μεσαιωνική” Γάνδη. Οι Βέλγοι δεν είχαν πρόβλημα να φτιάξουν ένα προκάτ γήπεδο 12.000 θεατών, μέσα σε μια τεράστια έκταση για τις ανάγκες της διοργάνωσης. Το ότι την παραμονή των αγώνων κλείδωσαν μέσα στο γήπεδο καμιά 20αριά Έλληνες δημοσιογράφους είναι μια μικρή λεπτομέρεια, που μάλλον δεν απασχόλησε το κονκλάβιο της FIBA.

Πόσο διαφορετικό ήταν το μπάσκετ πριν από 30 χρόνια; Όπως ολόκληρος κόσμος!
Δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, ίντερνετ, λαπ-τοπ, ψηφιακή τηλεόραση και κάθε άλλο είδος τεχνολογικής εξέλιξης που απολαμβάνουμε στις μέρες μας. Οι δημοσιογράφοι έστελναν τις ανταποκρίσεις τους με φαξ (περιμένοντας στην ουρά), έγραφαν σε γραφομηχανές, κάπνιζαν (αρειμανίως) μέσα στο κέντρο Τύπου και... περίμεναν πως και πως τον Έλληνα που ζούσε στο Βέλγιο για να αγοράσουν διάφορα ηλεκτρονικά αξεσουάρ.

Το μπάσκετ των 30 δευτερολέπτων

Το μπάσκετ παιζόταν στα 30". Δεν υπήρχε κανένα ροτέισον. Πέντε βασικοί, έπαιζαν σαράντα λεπτά και άλλαζαν, μόνο αν έκαναν πέντε φάουλ, ή δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσες. Εντάξει τα κλαμπ από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχαν άλλη νοοτροπία (έπαιζαν όλοι) αλλά κι εκεί, ας πούμε, δεν διανοούταν κανείς να βάλει τον Σαμπόνις να παίζει... είκοσι πέντε λεπτά.

Οι ψηλοί απαγορευόταν να χτυπάνε την μπάλα στο παρκέ, πάνω από μια φορά. Οι πάσες έπρεπε να γίνονται πάνω από το κεφάλι και οι ελεύθερες βολές μετά την συμπλήρωση των 7 ομαδικών φάουλ ήταν 1+1, ή αν διάλεγε η ομάδα, η μπάλα απέξω.

Η Ελλάδα εκείνη τη χρονιά μάθαινε το μπάσκετ μια και καλή. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε ζήσει τη φρενίτιδα του Ευρωμπάσκετ και ο χειμώνας που ακολούθησε ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ... ιδιαίτερα εντατικά μαθήματα, με δάσκαλο τον Άρη. Η ομάδα της Θεσσαλονίκης με τον Γιάννη Ιωαννίδη στον πάγκο και τους Γκάλη-Γιαννάκη στο παρκέ, μαζί με τους υπόλοιπους αστέρες της εποχής (Σούμποτιτς, Φιλίππου, Ρωμανίδης, Λυπηρίδης, Δοξάκης και βέβαια ο πατέρας του Κάιλ Γουίλτζερ, Γκρεγκ) κρατούσε κάθε Πέμπτη όλη τη χώρα στο σπίτι, μπροστά από την μικρή οθόνη. Η πορεία του Άρη μέχρι το φάιναλ-φορ της Γάνδης ήταν συναρπαστική. Οι 14 αγωνιστικές της κανονικής περιόδου, η μία πιο ωραία από την άλλη, με το μπάσκετ να γίνεται πλέον απαραίτητη συνήθεια, αλλά και επιβεβαίωση ότι οι Έλληνες και σε συλλογικό επίπεδο μπορούσαν να τα καταφέρουν.

Μια μπύρα για τον Γκάλη

Περισσότεροι από 5.000 αρειανοί είχαν κάνει το ταξίδι μέχρι το Βέλγιο (βρίσκοντας κι άλλους από όλη την Ευρώπη) για να συμπαρασταθούν στην “κιτρινόμαυρη” ομάδα. Το ξενοδοχείο διάλεξε ο Άρης είχε σαν έμβλημα τη... μαύρη γάτα, που για τον προληπτικό Ιωαννίδη έμοιαζε με γροθιά στο πρόσωπο, εκεί που είδα για πρώτη και τελευταία φορά το Νίκο Γκάλη να πίνει... αλκόολ. Μια μπύρα, δηλαδή, που δοκίμαζε ο Νικ, μόνος του στο μπαρ, όταν τον συναντήσαμε μαζί με το συνάδελφο Τάκη Ευσταθίου, φτάνοντας καθυστερημένοι στο πάρτι της ελληνικής ομάδας. Όλοι είχαν φύγει, εκτός από τον “σκασμένο” Γκάλη, που δεν μπορούσε να χωνέψει τις δυο ήττες (και από Τρέισερ στον ημιτελικό και από Παρτιζάν στο μικρό τελικό). Κι εμείς γιατί είχαμε αργήσει; Ο ... ταξιτζής δεν έβρισκε με τίποτε το ξενοδοχείο “Auberge dy Pecheur” (To σπίτι του ψαρά) παρότι ήταν ένα τέταρτο από το Φλάντερς Έξπο.

Η ατάκα της διοργάνωσης όμως ήρθε από τον Γιάννη Ιωαννίδη, όταν πάνω στα νεύρα του, για την ήττα από την Τρέισερ φώναξε στον Σούμποτιτς: “Όλα μπορώ να τα κάνω, εκτός από το να ρυθμίσω το χέρι σου”. Ο Πίξι ξέσπασε σε λυγμούς...

Η πρωταθλήτρια Ευρώπης, Τρέισερ, εκτός του Μακάντου είχε ένα σωρό παικταράδες στο ρόστερ της. Πλέι-μέικερ ο Μάικ Ντ' Αντόνι, νυν κόουτς των Χιούστον Ρόκετς, δίπλα στον Μακάντου, ο Ρίκι Μπράουν (από τους κορυφαίους πάουερ-φόργουορντ της εποχής) ο θρύλος Ντίνο Μενεγκίν, ο Ρομπέρτο Πρεμιέρ, ο Ρικάρντο Πίτις, ο Πιέρο Μοντέκι και οι υπόλοιποι παίκτες που κοούτσαρε ο Φράνκο Καζαλίνι. Για αρκετά χρόνια βοηθός του Νταν Πίτερσον, αλλά το 1988 του δόθηκε η ευκαιρία να περάσει στο πάνθεον των προπονητών που έχουν κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Σπουδαία ήταν και η Μακάμπι. Με προπονητή τον μακαρίτη Ραλφ Κλάιν, είχε το δικό της τεράστιο δίδυμο (Τζάμσι-Μπέρκοβιτς) δυο τρομερούς Αμερικανούς, τον επίσης μακαρίτη Κέβιν Μαγκί και τον Κεν Μπάρλοου (αργότερα στον ΠΑΟΚ, ο γιος του έπαιξε σε Τρίκαλα και ΑΕΚ) τον ξερακιανό Μότι Αροέστι και χιλιάδες Ισραηλινούς στις εξέδρες. Κίτρινα αυτοί, κίτρινα και οι αρειανοί, μόνο αυτό το χρώμα έβλεπες στο γήπεδο.

Όσο για την Παρτιζάν. Εκεί εμφανίστηκε η τρομερή φουρνιά με Τζόρτζεβιτς, Ντίβατς, Πάσπαλι, Πετσάρσκι (σαν... Σέρβος, μετά έγινε Έλληνας), τον πιο έμπειρο Γκρμπόβιτς και φυσικά τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς σαν πλέι-μέικερ, σε μια ταραχώδη σεζόν για τον “Ζοτς” καθώς εκείνη τη χρονιά είχε την περιπέτεια με το αυτοκινητικό δυστύχημα που είχε και προκάλεσε το θάνατο μιας γυναίκας.

Σαν φιλμ μιας ωραίας ταινίας περνάνε από τα μάτια μου οι επόμενες διοργανώσεις. Η αρχική ιδέα της FIBA έπιασε τόπο, το φάιναλ-φορ καθιερώθηκε στη συνείδηση των μπασκετόφιλων όλης της Ευρώπης. Ήρθαν και οι θρίαμβοι των ελληνικών ομάδων. Έξι τίτλοι για τον Παναθηναϊκο, τρεις για τον Ολυμπιακό, φάιναλ-φορ, τελικοί και ένα σωρό μεγάλοι και μικροί ήρωες.

Στο Βελιγράδι θα μάθουμε το νέο πρωταθλητή Ευρώπης. Φενέρ ή Ζαλγκίρις; Ρεάλ ή ΤΣΣΚΑ; Η γοητεία παραμένει ίδια και αναλλοίωτη, όπως της πρώτης φοράς. Όλα έχουν αλλάξει, όλα είναι διαφορετικά, κάτι όμως μένει ίδιο και έχει να κάνει με το συναίσθημε μετά το πρώτο τζάμπολ...