Οι γνωστές ασθένειες και το «καμπανάκι» για το μέλλον

Εκτός οκτάδας Μουντομπάσκετ έμεινε οριστικά η Ελλάδα, μετά τη βαριά ήττα από την Λιθουανία με 92-67. Το τελικό «βαρύ» σκορ ενδεχομένως δεν είναι αντιπροσωπευτικό του αγώνα, όμως σίγουρα αποτελεί ένδειξη των ίδιων ασθενειών που είχαμε εντοπίσει και πριν το πρώτο τζάμπολ στη Μανίλα.

Οι γνωστές ασθένειες και το «καμπανάκι» για το μέλλον

Πάντως, για το μόνο που δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς αυτή την Εθνική είναι για έλλειψη προσπάθειας. Όλοι οι διεθνείς κατέθεσαν και την ψυχή τους και ήταν φανερό τοις πάσι ότι ήθελαν να βρίσκονται εκεί και να παλέψουν για το καλύτερο δυνατό.

Ωστόσο, το φιλότιμο και η προσπάθεια μπορούν να σε πάνε μέχρι ένα σημείο στις μεγάλες διοργανώσεις. Εξ αρχής η αποστολή της «γαλανόλευκης» στις Φιλιππίνες ήταν δύσκολη και έγινε ακόμα δυσκολότερη από απώλειες της τελευταίας στιγμής, όπως αυτή του Ντίνου Μήτογλου, αφήνοντάς την με... ενδεκάδα!

Ακόμα και έτσι, η Εθνική βρήκε τα πατήματά της στους ομίλους, προκρίθηκε στη δεύτερη φάση, όμως κόντρα σε μία ομάδα σαν την Λιθουανία φάνηκαν πεντακάθαρα οι αδυναμίες που εξ αρχής την κρατούσαν πίσω. Η απουσία βάθους στον πάγκο της περιόρισε σημαντικά τις λύσεις της. Για 27 λεπτά μπόρεσε να σταθεί στην αναμέτρηση, ακόμα και να διεκδικήσει ένα θετικό αποτέλεσμα με αξιώσεις. Όμως στη συνέχεια η κούραση και η έλλειψη λύσεων, η οποία ήταν ακόμα πιο αισθητή λόγω και του τραυματισμού του Λαρεντζάκη, έφεραν τελικά την ολοκληρωτική κατάρρευση.

Ακόμα, το μονοδιάστατο παιχνίδι της Εθνικής, το οποίο περνάει σχεδόν αποκλειστικά από τα χέρια του Ουόκαπ, «πληγώθηκε» από τα πολλά λάθη. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 11 ασίστ της Ελλάδας οι 9 προήλθαν δια χειρός του γκαρντ του Ολυμπιακού, αλλά αποτελεί μία επαναλαμβανόμενη αδυναμία του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, την οποία μία ομάδα της κλάσης της Λιθουανίας με γεμάτο και ισορροπημένο ρόστερ μπορεί να την εκμεταλλευτεί, όπως και έγινε.

Μία Λιθουανία μάλιστα που ήταν στη μέρα της επιθετικά, όπως φανερώνει το εξωφρενικό 63% με 15/24 τρίποντα! Με λίγα λόγια, οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα, η οποία ούτως ή άλλως δεν βρέθηκε σε καλή αλλά και έπεσε και πάλι θύμα των ασθενειών της.

Θα θέλαμε τέλος να σταθούμε σε δύο διαφορετικά σημεία των δηλώσεων του Δημήτρη Ιτούδη. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός κατ' αρχάς αποθέωσε ορθώς τους παίκτες τους, οι οποίοι επαναλαμβάνουμε ότι τα έδωσαν όλα, αφήνοντας πάντως και ορισμένες αιχμές, όπως θα μπορούσαν να ερμηνευτούν, για τους απόντες: «Όποιος κι αν φοράει τη φανέλα της Εθνικής, θέλει τα καλύτερα. Χάρη μας κάνουν όσοι έρχονται». Σε μία άλλη δήλωσή του, περισσότερο αισιόδοξη, χαρακτήρισε την Εθνική «ομάδα με μέλλον». Δεν διαφωνούμε ακριβώς με τον Έλληνα προπονητή, όμως το μέλλον της Εθνικής δεν είναι ούτε δεδομένο, ούτε εξασφαλισμένο, αν δεν γίνουν οι σωστές κινήσεις.

Η Ελλάδα πάσχει ήδη στα γκαρντ. Και δεν είναι ότι δεν υπάρχουν παιδιά στις μικρότερες ηλικιακές εθνικές που δεν έχουν το ταλέντο ή τις δυνατότητες να εξελιχθούν σε μείζονα κομμάτια της Εθνικής του αύριο. Πρέπει όμως να στηριχθούν τόσο σε επίπεδο συλλογικό, παίζοντας σε μεγάλες ομάδες, όσο και σε εθνικό, παίρνοντας ευκαιρίες σε μεγάλες διοργανώσεις με το εθνόσημο.

Η ελληνοποίηση του Ουόκαπ ενίσχυσε τον ελληνικό κορμό σε αυτή τη θέση και ο άσος του Ολυμπιακού φάνηκε εκ του αποτελέσματος ότι ήταν το κομμάτι που έλειπε, πείθοντας ακόμα και τους πολέμιους της ιδέας για την αναγκαιότητα αυτής της κίνησης. Όμως, προφανώς δεν αρκεί για την οικοδόμηση της Εθνικής σε επόμενες μεγάλες διοργανώσεις...