Ο Μπλατ καλείται να ζήσει με τα ρίσκα του

Η νοοτροπία του Έλληνα φίλαθλου που εύκολα μετατρέπει τον «ήρωα» σε... άχρηστο, αλλά και ο Ντέιβιντ Μπλατ που καλείται μέσα στη σεζόν να ζήσει με τα ρίσκα του. Γράφει ο Νότης Ψιλόπουλος. 

Ο Μπλατ καλείται να ζήσει με τα ρίσκα του

Είναι εντυπωσιακό πάντως αυτό που συμβαίνει από μία μεγάλη μερίδα φιλάθλων. Ο Έλληνας είναι παρορμητικός. Υπέρμετρος ενθουσιασμός ύστερα από μία μεγάλη νίκη, καταστροφολογία μετά από μία «βαριά» ήττα. Ήρωες οι παίκτες στα καλά, άχρηστοι στα άσχημα. Είναι όμως λάθος αυτή η νοοτροπία. Όπως ο Ολυμπιακός δεν έγινε φαβορί για να κατακτήσει την EuroLeague επειδή κέρδισε στο ΣΕΦ τις Ρεάλ και Εφές, έτσι δεν χάθηκε και η χρονιά εξαιτίας του αρνητικού αποτελέσματος απέναντι στη Μπαρτσελόνα στον Πειραιά. Ψυχραιμία! Υπάρχουν ακόμη αρκετά παιχνίδια. Ναι, οι "ερυθρόλευκοι" έκαναν την ζωή τους δύσκολη, αλλά στο χέρι τους είναι να φέρουν τα πάνω-κάτω. Το ζητούμενο είναι να γίνει καλοπροαίρετη κριτική με επιχειρήματα

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο Ολυμπιακός φέτος είναι μία νέα ομάδα, με διαφορετική φιλοσοφία, με καινούριο προπονητή, αλλά και με αρκετές προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ του, διαθέτοντας και παίκτες που είναι πρωτάρηδες (Γκος, ΛεΝτέι) σε επίπεδο EuroLeague. Δεν είναι εύκολο για την ομάδα να αποκτήσει την επιθυμητή σταθερότητα στην απόδοση της. Τα σκαμπανεβάσματα είναι αναμενόμενα, αλλά προφανώς και θα πρέπει να αναφέρονται τα κακώς κείμενα. Όπως και τα θετικά βέβαια. Ασχέτως αν οι Πειραιώτες έβαλαν μόλις 55 πόντους κόντρα στη Μπαρτσελόνα, σε μία από τις χειρότερες βραδιές της ιστορίας τους στο σκοράρισμα, πριν από αυτό το ματς είχαν μέσο όρο στην επίθεση που έφτανε τους 80 πόντους. Παράλληλα, μοίραζαν σχεδόν 20 ασίστ ανά παιχνίδι, όντας δεύτεροι στην Ευρώπη στα ριμπάουντ και τρίτοι στην άμυνα. Όλα αυτά είναι στοιχεία βελτίωσης και εξέλιξης σε σύγκριση με την περασμένη σεζόν, με τους «ερυθρόλευκους» να παίζουν ένα περισσότερο γρήγορο και θελκτικό μπάσκετ.

Πρέπει όμως να καταγράφονται και τα αρνητικά. Τι δεν μας άρεσε; Δεύτερο σερί παιχνίδι και ήττα για τον Ολυμπιακό, που δεν μπόρεσε να κοντράρει δύο από τις πιο δυνατές ομάδες της διοργάνωσης. Τόσο στον αγώνα κόντρα στη Φενέρμπαχτσε, όσο και απέναντι στη Μπαρτσελόνα, όσες ώρες και αν έπαιζαν οι Πειραιώτες, έδειχναν πως δεν έχουν τις δυνάμεις, το πλάνο και τις ικανότητες ώστε να γυρίσουν το ματς. Τούρκοι και Καταλανοί έδειχναν πιο γρήγοροι, πιο σκληροί, ξεκάθαρα πιο εύστοχοι, αλλά και μία κλάση πιο πάνω σχεδόν σε όλους τους τομείς. Αν θες να φτάσεις στο Final Four, δε νοείται να δείχνεις στο παρκέ… λίγος. Δεν είναι μόνο πως έχασε αυτά τα δύο ματς, ήταν και ο τρόπος.

Μπορεί όσο η ομάδα κέρδιζε η «τρύπα» να καλυπτόταν και να μην έδινε κάποιος ιδιαίτερη σημασία, αλλά είχαμε τονίσει πως στα μεγάλα παιχνίδια το «κενό» θα φαίνεται ευδιάκριτα. Πήρε ένα μεγάλο ρίσκο το περασμένο καλοκαίρι ο Ντέιβιντ Μπλατ. Ενδεχομένως να του έβγαινε, αλλά μέχρι στιγμής στη πορεία δείχνει πως κοστίζει στον Ολυμπιακό. Δεν επέλεξε να πάρει αθλητικό σέντερ με έφεση στην άμυνα και στο παιχνίδι πάνω από την στεφάνη. Ο Ζακ ΛεΝτέι (που αποκτήθηκε για τη θέση «5») είναι περισσότερο «4άρι» και λιγότερο σέντερ και για αυτόν τον λόγο άλλωστε και ο ίδιος τον χρησιμοποιεί κυρίως σαν πάουερ-φόργουορντ. Ο Αμερικανός έχει ταλέντο και έφεση στην επίθεση, έχει καλό σουτ και από μακρινή απόσταση, είναι γρήγορος, βοηθάει στα ριμπάουντ, μπορεί να δώσει ώθηση στην ομάδα με το σκοράρισμα του, αλλά είναι ξεκάθαρα ευάλωτος στην άμυνα κοντά στο καλάθι. Δεν διαθέτει το μέγεθος και τη δύναμη ώστε να κοντράρει τα αντίπαλα θηρία, ούτε και το ένστικτο του σέντερ. Και κάπως έτσι, στο ματς κόντρα στη Μπαρτσελόνα, τον έκανε μία… χαψιά ο Σεραφέν. Για αυτό και τον έβαλε ελάχιστα στο ματς ο προπονητής των Πειραιωτών, καθώς όταν θέλει να πάρει τα παιχνίδια του από την άμυνα, ο ΛεΝτέι δεν μπορεί να βοηθήσει. Στα μετόπισθεν δεν μπορεί να θυσιάσει τον εαυτό του όπως οι Χάινς, Χάντερ, Ντάνστον (για παράδειγμα) που πέρασαν από το μεγάλο λιμάνι, ενώ όπως έχουμε τονίσει, έχει θέμα και με την πάσα. Μόλις γίνεται δέκτης της μπάλας μέσα στη ρακέτα, δεν ψάχνει τους συμπαίκτες του και κοιτάζει μόνο πως θα τελειώσει τις φάσεις, λες και παίζει πρώτα για τον εαυτό του και μετά για την ομάδα. Με 2.5 σέντερ, λοιπόν, η χρονιά...

Ένα δεύτερο ρίσκο που πήρε ο Ντέιβιντ Μπλατ, ήταν αυτό με την μεταγραφή του Γιάνις Τίμα. Ξέρει πως έχει για βασικό του «3άρι» τον Κώστα Παπανικολάου και παίρνει για «πίσω του» τον Αξέλ Τουπάν. Μετά; Ενώ έχει ζητήσει και ψάχνει για ξένο γκαρντ, έχοντας κατασταλάξει στην περίπτωση του Πιέρια Χένρι, ξαφνικά η υπόθεση του δεν προχωρά και αντί να εξετάζει το ενδεχόμενο άλλου «κοντού», προχωράει στη προσθήκη ενός έξτρα σμολ-φόργουορντ, με την έλευση του Λετονού διεθνή από τη Μπασκόνια. Μία μεταγραφική κίνηση η οποία δεν έχει βγει για τον Αμερικανό κόουτς. Πέρα από το γεγονός πως παρουσιάζεται άνευρος και κατώτερος των περιστάσεων στα περισσότερα παιχνίδια, από ένα σημείο και μετά δείχνει να μην έχει και ρόλο στο ροτέισον. Ξένος, όμως, και να περισσεύει είναι πολυτέλεια…

Στο ναδίρ η ψυχολογία του Βαγγέλη Μάντζαρη. Καμία αντίρρηση πως έχει και εκείνος τις ευθύνες του, καθώς δεν έχει εμφανίσει τη βελτίωση και την εξέλιξη που όλοι περίμεναν από εκείνον. Όμως, έχοντας στο ρόστερ σου μόλις τέσσερα γκαρντ, δεν γίνεται να προχωράς μόνο με τους τρεις. Λογικό είναι και οι υπόλοιποι κάπου να… σκάσουν.

Στις τελευταίες τρεις σεζόν (2015-16, 2016-17, 2017-18), ο κορυφαίος παίκτης του Ολυμπιακού σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης, ήταν ο Γιώργος Πρίντεζης. Έχοντας εντυπωσιακή συνέπεια και σταθερότητα στην απόδοση του, δίνοντας μεγάλη επιθετική ώθηση στην ομάδα και όχι μόνο. Στα τελευταία παιχνίδια της ομάδες, όμως, δεν παίζει καλά. Δείχνει κουρασμένος και επηρεασμένος. Για αυτόν τον λόγο χρειάζεται ξεκούραση και ειδική διαχείριση. Θυμάστε το 2017 που έπαιζε στα... κόκκινα; Ναι μεν βγήκε στη καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης στη EuroLeague, πραγματοποιώντας καταπληκτικές εμφανίσεις, αλλά ακολούθως στους τελικούς στην Ελλάδα είχε ξεμείνει από ενέργεια. Για αυτόν τον λόγο χρειάζεται σωστή διαχείριση. Δεν είναι και... παιδάκι πλέον. Σε λίγες μέρες γίνεται 34 ετών!