Η σκοτεινή αίθουσα, το Netflix και το μέλλον του σινεμά

Η ψηφιακή πλατφόρμα επεκτείνεται συνεχώς και αλλάζει άρδην την κινηματογραφική αγορά, απειλώντας τη βιωσιμότητα των αιθουσών.  Θα είναι το streaming η νέμεση ή η σωτηρία του κινηματογράφου;

Η σκοτεινή αίθουσα, το Netflix και το μέλλον του σινεμά

Η τελεσίδικη απόρριψη των ταινιών του Netflix από το Φεστιβάλ των Κανών, και η πρόσφατη κυκλοφορία του παραγωγής Netflix «Ρόμα», έφερε ξανά στο προσκήνιο το ερώτημα: Θα είναι το streaming η νέμεση ή η σωτηρία του κινηματογράφου;

Πριν από μερικούς μήνες, το ιστορικό γαλλικό περιοδικό «Cahiers du Cinema» αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος για να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί έχει σημασία ο κινηματογράφος;». Λίγο αργότερα, το βρετανικό «Little White Lies» αναρωτήθηκε αν οι ταινίες, και κατ’ επέκταση οι κινηματογραφικές αίθουσες, μπορούν να σώσουν τον κόσμο.

Οι υπαρξιακές ανησυχίες δύο εκ των σημαντικότερων σινε-έντυπων προδίδουν την κρίση ταυτότητας στην οποία έχει περιέλθει η 7η τέχνη από τη στιγμή που το Netflix πέρασε από την προσφορά στην παραγωγή ταινιών. Ο ψηφιακός κολοσσός, με 130 εκατομμύρια συνδρομητές παγκοσμίως, προγραμματίζει την κυκλοφορία 80 ταινιών στην πλατφόρμα του μέχρι το τέλος του 2018. Ποιο είναι το πρόβλημα, θα αναρωτηθείτε. Μα ότι ελάχιστες από αυτές θα βρουν το δρόμο για τον φυσικό χώρο του σινεμά, τη σκοτεινή αίθουσα.

Αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού

¤Πλάνο από το "Τhe Irish man"

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όταν το Netflix έκανε την εμφάνισή του, ο λόγος της άμεσης επιτυχίας του ήταν ότι εκμεταλλεύτηκε την ποιοτική άνοδο των τηλεοπτικών σειρών από τη μια και τις τεράστιες δυνατότητες του διαδικτύου από την άλλη. Μέσω του streaming, η πλατφόρμα παρείχε στους συνδρομητές της αμέτρητους τίτλους, διαθέσιμους ανά πάσα στιγμή, σε κάθε είδους οθόνη με φτηνό αντίτιμο, καταργώντας στην ουσία τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Δημιούργησε νέες συμπεριφορές θέασης, όπως τη μαραθώνια παρακολούθηση σειρών (binge watching), ενώ έγινε συνώνυμο της άνεσης και της θαλπωρής του προσωπικού χώρου, αίσθηση που συνοψίζεται εύστοχα στην έκφραση «Netflix and chill». Για ποιο λόγο λοιπόν να εγκαταλείψει κάποιος την ασφάλεια του σπιτιού του όταν έχει τον πλήρη έλεγχο της ψυχαγωγίας του;

Αυτή είναι η ριζική και μη αναστρέψιμη τομή που κατάφερε η πλατφόρμα, δημιουργώντας εύλογη ανησυχία στους ανθρώπους του σινεμά και κρατώντας τους την ίδια στιγμή σε εγρήγορση. Διότι μπορεί η μικρή οθόνη να απειλεί την ύπαρξη της μεγάλης, μπορεί όμως να διορθώσει και παθογένειες της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Καθώς τα στούντιο του Χόλιγουντ ποντάρουν τα πάντα σε ριμέικ, reboot και σίκουελ, συρρικνώνουν το μερίδιο της αγοράς που αφιερώνεται σε τολμηρούς και οραματιστές δημιουργούς. Αυτούς ακριβώς περιμένει με ανοιχτές αγκάλες το Netflix, που βρίσκεται σε αναζήτηση φρέσκου υλικού. Έτσι, ο Μάρτιν Σκορσέζε κατάφερε να γυρίσει το πολυαναμενόμενο γκανγκστερικό «The Irishman» (αξίας 140 εκατομμυρίων δολαρίων) και πριν από ένα μήνα στη Βενετία έγινε συνωστισμός: ο Πολ Γκρίνγκρας πρόβαλε εκεί το «22 July», ενώ ο Αλφόνσο Κουαρόν κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι με το ασπρόμαυρο «Ρόμα», το οποίο κατ’ εξαίρεση κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες, και οι αδελφοί Κοέν το βραβείο σεναρίου με το γουέστερν «H Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς». Ενδεικτικό της νέας συνθήκης είναι ότι, ενώ όλοι αυτοί οι σκηνοθέτες, πλην του Γκρίνγκρας, έχουν βραβευτεί με Όσκαρ, μόνο το Netflix δέχθηκε να υποστηρίξει τις ταινίες τους. Πώς αντιδρά λοιπόν το σινεμά;

Η χρυσή τομή

Για να συνεχίσει να υπάρχει όπως τον ξέρουμε, ο κινηματογράφος θα πρέπει να βρει μια ισορροπία. Γιατί εξαιτίας της ευκολίας του streaming, αυτήν τη στιγμή η θέαση μιας ταινίας μετατρέπεται από συλλογικό σε ιδιωτικό γεγονός, ενώ παίρνει την αξία μιας ακόμα καρτέλας σε έναν παραφορτωμένο browser. Σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο κυνισμός, η ιεροτελεστία μιας κινηματογραφικής προβολής ίσως μοιάζει αφόρητα ρομαντική. Δεν παύει παρ’ όλα αυτά να διατηρεί ατόφια τη μαγεία της και τη μοναδική ικανότητα να δημιουργεί αναμνήσεις. Η αναζήτηση μιας συγκεκριμένης θέσης στο σινεμά, η ανταλλαγή βλεμμάτων με αγνώστους, η διαφυγή από την πραγματικότητα και, κυρίως, η απομόνωση που προσφέρει το σκοτάδι της αίθουσας πολλαπλασιάζουν τη σφοδρότητα των συναισθημάτων που προκαλεί η κινούμενη εικόνα. Γίνεται άρα σαφές πως ο κινηματογράφος είναι μια αναντικατάστατη εμπειρία, η οποία όμως δεν εξαρτάται από τις διαστάσεις της οθόνης και έχει ανάγκη την πλήρη ανθρώπινη εμπλοκή σε αυτήν.

Το πραγματικό ζήτημα εδώ είναι η κόντρα ανάμεσα στην άνεση της οικιακής θέασης και της ολοκληρωμένης εμπειρίας που προσφέρει μια αίθουσα. Με δεδομένο πως το Netflix και κάθε αντίστοιχη πλατφόρμα ήρθαν για να μείνουν, είναι αναγκαίο να βρεθεί μια φόρμουλα που θα συνδυάζει τα θετικά και των δύο πλευρών. Μια πιθανή λύση, την οποία φαίνεται να υιοθετούν στα κεντρικά του Netflix σιγά-σιγά, ίσως να βρίσκεται στην τακτική που ακολούθησε η Amazon Studios για την κυκλοφορία του «Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα» (Κένεθ Λόνεργκαν). Αρχικά διένειμε κανονικά στις αίθουσες την ταινία, αφήνοντας ένα χρονικό περιθώριο μερικών μηνών προτού τη διαθέσει στη δική της υπηρεσία streaming. Για την ιστορία, υπενθυμίζουμε πως η ταινία απέσπασε δύο Όσκαρ (α΄ ανδρικού ρόλου και πρωτότυπου σεναρίου). Το συμπέρασμα επομένως είναι πως η παρουσία μιας ταινίας στην αίθουσα είναι κομμάτι του γενετικού της κώδικα. Εκεί αφήνει για λίγο την ιδιότητα του προϊόντος και γίνεται αισθητικό γεγονός. Αν χαθεί αυτό το στοιχείο από την εξίσωση, η τέχνη του σινεμά θα γίνει αγνώριστη. Γι’ αυτό ο μόνος δρόμος είναι να συμβαδίσει με την εποχή της και να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που της προσφέρει προς όφελός της, και όχι για να αντιπαλέψει φανταστικούς εχθρούς.

ΠΗΓΗ: athinorama.gr